Δέν θά περίμεναν στήν Δικαιοσύνη τήν ἀντίδραση τοῦ κόσμου γιά τήν καθαρίστρια τοῦ Βόλου. Δέν θά τήν περίμεναν γιατί –γιά νά λέμε τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους– ἡ Δικαιοσύνη στήν Ἑλλάδα ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό κοινό αἴσθημα.
Μήν περιμένετε νά κατηγορήσω γι’ αὐτό τήν Δικαιοσύνη. Ἡ ἑκάστοτε πολιτική ἡγεσία ἔχει τήν μεγαλύτερη εὐθύνη. Ἡ ἑκάστοτε ἡγεσία, ἡ ὁποία ἔρχεται στήν ἐξουσία μέ τίς καλύτερες τῶν προθέσεων, ἀλλά ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα γιά τό «διά ταῦτα» ἀρχίζει νά σκέπτεται πονηρά καί νά ἐπιχειρεῖ –μέ τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλον τρόπο– νά χειραγωγήσει καί νά «κάνει δική της» τήν Θέμιδα. Καί καθώς ἡ στελέχωση τῆς ἀνωτάτης βαθμίδας τῆς Δικαιοσύνης βρίσκεται στά χέρια τῶν κυβερνήσεων καί –χωρίς ἀμφιβολία– καί οἱ δικαστές εἶναι ἄνθρωποι ὅπως ὅλοι μας, ἀρχίζει τό παιγνίδι πού στά παιδικά μας χρόνια τό λέγαμε «δῶσε μου γιά νά σοῦ δώσω»… Καί τό χειρότερο ἀπό ὅλα –πού εἶναι δηλητηριῶδες γιά τήν Δικαιοσύνη– εἶναι τό ὅτι οἱ πολῖτες ἔχουν ἀποδεχθεῖ αὐτό τό «δοῦναι καί λαβεῖν» μεταξύ τῶν ἐξουσιῶν, οἱ ὁποῖες ὀφείλουν –γιά νά λειτουργήσουν σωστά– νά εἶναι ἀνεξάρτητες. Τί συνέβη, ὅμως, στήν περίπτωση τῆς καθαρίστριας; Τίποτε τό ἐξαιρετικό, ἀλλά κάτι τό ἁπλῶς ἀνθρώπινο: Λειτούργησε τό σύνδρομο τοῦ «Γιάννη Ἁγιάννη». Οἱ πολῖτες θυμήθηκαν τόν ἀδίστακτο καί κυνικό ἐφαρμοστή τοῦ Νόμου Ἰαβέρη καί τόν ἀτυχῆ μικροκλέφτη, ὁ ὁποῖος πλήρωσε μέ τήν ἐλευθερία του τό ὅτι ἔκλεψε ἕνα ψωμί ἐπειδή πεινοῦσε!
«Ὅ,τι ἔκανα τό ἔκανα γιά τά παιδιά μου, γιά νά μήν μεγαλώσουν κι αὐτά σέ Ἵδρυμα, ὅπως ἐγώ» εἶπε ἡ δυστυχής καθαρίστρια, ἡ ὁποία –κακῶς καί ἐκνόμως– παρουσίασε πλαστό ἀπολυτήριο τῆς Ἕκτης Δημοτικοῦ (!), προσόν τό ὁποῖο –κατά Νόμον– ἀπαιτεῖται γιά τόν διορισμό ὡς καθαρίστρια στό ἑλληνικό δημόσιο. Παρενόμησε; Ναί. Ἔπρεπε νά τῆς ἐπιβληθεῖ ποινή γιά τήν πράξη της; Βεβαίως. Κι ἐδῶ βρίσκεται τό «κλειδί» τῆς ὅλης ὑποθέσεως.
Ὁ σχετικός Νόμος, πού ἔχει θεσπισθεῖ ἀπό τό 1950 «περί καταχραστῶν τοῦ δημοσίου», σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία ἡ χώρα θωρακιζόταν νομικῶς ἔπειτα ἀπό μιά μακρά περίοδο ἀνομίας καί ἐκτροπῆς, ὁ Νόμος αὐτός ἦταν –ἴσως– ἀπαραίτητος. Ἰσχύει, ὅμως, καί σήμερα. Καί ἡ ἀτυχής καθαρίστρια «ἔπεσε» σέ μιά σύνθεση δικαστῶν οἱ ὁποῖοι τήν κατέταξαν (ἀκραίως, ἀλλά ἔχοντας αὐτή τήν δυνατότητα) στήν ἀνωτέρω κατηγορία. Εἶχα τήν εὐτυχία νά μέ τιμᾶ μέ τήν φιλία καί τήν ἐμπιστοσύνη του ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Γεώργιος-Ἀλέξανδρος Μαγκάκης, ἕνας ἄνθρωπος μέ βαθιά γνώση τῆς Νομικῆς Ἐπιστήμης ἀλλά καί μέ πλοῦτο ψυχῆς καί ἀνθρωπιᾶς. Δέν φαντάζεστε πόσες φορές ἔφερε –ὡς ὑπουργός τῆς Δικαιοσύνης στήν τότε κυβέρνηση τοῦ ΠΑΣΟΚ– τήν κατάργηση τοῦ «φονικοῦ» αὐτοῦ Νόμου καί τήν θέσπιση ἑνός νέου, ἠπιότερου καί σύγχρονου.
«Δέν τολμοῦν, νομίζουν ὅτι θά ξεσηκωθεῖ ἡ ἀντιπολίτευση» μοῦ ἔλεγε. Τελικῶς κατήργησε μόνο τόν Νόμο περί Μοιχείας, καί ἔγινε ἀποδεκτός ἀπό ὅλες τίς πλευρές τῆς Βουλῆς. Ἀλλά ὁ 1608/50 παρέμεινε καί βασιλεύει! Φυσικά καί πρέπει νά πίπτει πέλεκυς στούς καταχραστές. Ἀλλά, ὅπως ἔλεγαν οἱ παλαιότεροι, «Μέτρον ἄριστον»…