Ἡ χθεσινή μας ἀπεργία μεταφέρει στό σημερινό μας φύλλο ὅσα θά ἤθελα νά δημοσιεύσω χθές, 28 Νοεμβρίου…
… ἡμερομηνία τοῦ θανάτου, σέ ἡλικία μόλις ἑξῆντα ἑνός ἐτῶν, τοῦ Παύλου Νιρβάνα, τοῦ ἰδιαίτερου λογοτέχνη, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἐκ τῶν κυριοτέρων συνεργατῶν, χρονογράφος μοναδικός, τῆς «Ἑστίας».
Ὅταν βρέθηκα στήν Μαριούπολη τῆς Ρωσσίας προσπάθησα νά βρῶ κάτι πού ἀναφέρεται στόν Νιρβάνα (ψευδώνυμο τοῦ Πέτρου Ἀποστολίδη), ὁ ὁποῖος γεννήθηκε ἐκεῖ, ἀλλά ἔζησε στόν Πειραιᾶ ἀπό τά πέντε μέχρι τά σαρανταπέντε του χρόνια. Δέν βρῆκα κάτι σχετικό, ἀλλά κατάλαβα ὅτι ἕνα πνεῦμα ἐλεύθερο, σάν τοῦ Νιρβάνα, δέν θά μποροῦσε νά ἀνθίσει στήν μετά τό 1917 Ρωσσία. Ὡς ἰατρός κατετάγη στό Βασιλικό Ναυτικό, ὡς ἀνθυπίατρος, καί παρητήθη τό 1922, μέ τόν βαθμό τοῦ ἀρχιάτρου, ἔχων διατελέσει πρόεδρος τῆς Ἀνωτάτης Ὑγειονομικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ναυτικοῦ καί τμηματάρχης τοῦ Ὑπουργείου Ναυτικῶν, γιά νά ἀφιερωθεῖ στήν δημοσιογραφία καί τήν συγγραφή. Σέ νεαρή ἡλικία δημοσίευσε ἄρθρα στίς ἐφημερίδες τοῦ Πειραιᾶ «Σφαῖρα» καί «Πρόνοια». Ἡ πρώτη ἐπίσημη ἐμφάνισις τοῦ Νιρβάνα στά γράμματα τοποθετεῖται τό 1884, ὁπότε ἐξέδωσε τήν ποιητική συλλογή «Δάφναι», ἀρχίζοντας νά δημοσιογραφεῖ στίς ἐφημερίδες «Ἄστυ» καί «Ἀκρόπολις», μέχρι τό 1905, ὁπότε ἐντάχθηκε στό δυναμικό τῆς «Ἑστίας» μέ τό ψευδώνυμο «Κύριος Ἄσοφος», γιά νά γράψει τήν δική του, μεγάλη ἱστορία στό χρονογράφημα.
Ὁ Παῦλος Νιρβάνας τοποθετεῖται, χρονικῶς ἀλλά καί βάσει τοῦ συνόλου τοῦ ἔργου του, στόν κύκλο τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ. Ἡ γραφή του εἶναι ἐπηρεασμένη ἀπό τά εὐρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα τοῦ αἰσθητισμοῦ καί τοῦ συμβολισμοῦ, καθώς καί ἀπό τή φιλοσοφική σκέψη τοῦ Φρειδερίκου Νίτσε, μέ τήν ὁποία ἦρθε γιά πρώτη φορά σέ ἐπαφή ἀπό τίς «Σελίδες Τέχνης» τοῦ Κώστα Χατζόπουλου, τῶν ὁποίων ὑπῆρξε συνιδρυτής.
Ἐξαιρετικά εἶναι τά κριτικά του δοκίμια, ἐνῶ στό χῶρο τῆς πεζογραφίας ἀσχολήθηκε –πλήν τοῦ χρονογραφήματος– ἀρχικῶς μέ τό διήγημα καί ἐν συνεχεία μέ τό μυθιστόρημα.
Στό πεζογραφικό του ἔργο κυριαρχοῦν ἠθογραφικά καί ψυχογραφικά στοιχεῖα, ἐνῶ τά θεατρικά του ἔργα κινοῦνται στά πρότυπα τῆς ἰψενικῆς γραφῆς. Ἔντονη παρουσιάζεται στό ἔργο του ἡ ἐπιρροή πού δέχτηκε ἀπό τή φιλοσοφία τοῦ Νίτσε. Ἡ γλωσσική του ἔκφραση πέρασε σταδιακά ἀπό τήν καθαρεύουσα σέ μιά μεικτή γλῶσσα καί τέλος στή δημοτική, μέ σταθερό χαρακτηριστικό τό ἐξαιρετικά φροντισμένο ὕφος. Τό 1928 ἔγινε μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, θέση ἀπό τήν ὁποία συνέβαλε στήν ἀνάδειξη λογοτεχνῶν ὅπως οἱ Ἰωάννης Κονδυλάκης, Σπῦρος Μελᾶς καί Γρηγόριος Ξενόπουλος.
Στόν Πειραιᾶ, πού τότε ἦταν μιά πόλη ἀνοιχτή καί κοσμοπολίτικη καί ὄχι τό σημερινό ἀπρόσωπο συνονθύλευμα, ὁ Νιρβάνας ὑπῆρξε καί μέλος μιᾶς εὐρύτερης φιλολογικῆς συντροφιᾶς, στήν ὁποία περιλαμβάνονταν ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (τόν ὁποῖο μόνο ὁ Νιρβάνας ἔχει φωτογραφήσει!), ὁ ψυχοφυσιολόγος Ἄγγελος Τανάγρας, μέ τόν ὁποῖο ἵδρυσαν τήν «Ἑταιρεία Ψυχικῶν Ἐρευνῶν». Στόν Πειραιᾶ ἐπίσης γνώρισε ἕναν συμμαθητή τοῦ γιοῦ του (στήν Γαλλική Σχολή «Ἅγιος Παῦλος») τόν ὁποῖο ἀμέσως ξεχώρισε καί τοῦ συνέστησε νά ἀσχοληθεῖ μέ τό γράψιμο. Ὁ νεαρός ἦταν ὁ Νῖκος Καββαδίας, ὁ μετέπειτα ποιητής τῶν θαλασσινῶν μας. «Ὁ Νιρβάνας ἦταν ὁ πρῶτος καί… ὁ τελευταῖος πού μέ ἐνθάρρυνε νά γράφω…» ἔχει πεῖ ὁ Καββαδίας.