Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 1 Δεκεμβρίου 1918
Ἕνας αὐστηρός ζηλωτής τῶν πατρίων ἔκαμε προχθές τήν ἑπομένην παρατήρησιν:
– Μετά λύπης μου παρατηρῶ, ὅτι ὅλοι σχεδόν οἱ ἐπίσημοι ἀντιπρόσωποι τῶν Κρατῶν, ἀπό τοῦ Προέδρου Οὐΐλσων μέχρι τοῦ τελευταίου μέλους μιᾶς τεχνικῆς
Ἐπιτροπῆς, μεταβαίνουν εἰς τό Παρίσι σύν γυναιξί καί τέκνοις. Καί, τό φοβερώτερον, σύν γυναιξίν.
– Καί αὐτό τό παρατηρεῖς μετά λύπης σου; τόν ἐρώτησα κατάπληκτος.
– Βεβαιότατα. Τί γυρεύει ἡ ἀλεποῦ στό παζάρι; Τί θέλουν ἡ γυναῖκες μέσα στή φασαρία τοῦ Συνεδρίου; Ἐπί τέλους, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν ἐκεῖ νά ἐργασθοῦν, νά σκεφθοῦν, ν’ ἀποφασίσουν γιά τά σπουδαιότερα ζητήματα που ἀπασχολοῦν τά ἔθνη των καί τόν κόσμον. Τί τῇς θέλουν τῇς γυναῖκες μαζῆ τους; Γιά μπελλᾶ;…
– Φρονεῖς λοιπόν ὅτι ἡ γυναίκα εἶνε μπελλᾶς;
Μοῦ ἐμειδίασε.
– Κάνεις τόν κουτό;
Καί, ἐπειδή ἄρχισε νά ἀμφιβάλλῃ ἄν κάνω τόν κουτόν ἤ ἄν εἶμαι πράγματι, προέβη εἰς ἐμπεριστατωμένην ἀνάπτυξιν τῶν ἰδεῶν του.
– Ἐπιμένω λοιπόν καί σέ ρωτῶ: Τί τῇς θέλουν μαζῆ τους, σέ παρακαλῶ, τῇς γυναῖκες; Ἀντί νά δοξάζουν τόν Ὕψιστον, ποῦ τούς ἔδωκε τήν εὐκαιρίαν, μαζῆ μέ τάς ἐλευθερίας τῶν λαῶν, νά ἐξασφαλίσουν, ἔστω καί προσωρινῶς, καί τήν ἐλευθερίαν τήν ἰδικήν τους, αὐτοί πηγαίνουν ἁλυσσοδεμένοι νά σπάσουν τά δεσμά τῶν ἄλλων;
– Τούς φαντάζεσαι λοιπόν ἁλυσσοδεμένους;
– Δέν τούς φαντάζομαι. Εἶνε, φίλε μου…
– Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, τόν διέκοψα, ἴσως τό πρᾶγμα ν’ ἀποβῇ εἰς καλόν τῆς γενικῆς ὑποθέσεως. Ἁλυσσοδεμένοι οἱ ἴδιοι, θά εἶνε εἰς θέσιν νά ἐννοήσουν τά βάσανα τῶν σκλάβων λαῶν. Καί νά τούς συμπαθήσουν. Καί νά ἐργασθοῦν θερμότερα διά τήν ἀπολύτρωσίν των.
Ἐσκέφθη μίαν στιγμήν καί ἐξηκολούθησεν:
– Δέν σοῦ λέω. Εἶνε καί αὐτό ἕνα ἐπιχείρημα. Καί ἴσως μάλιστα τό πρᾶγμα νά ἔγεινεν ἀπό σκοποῦ. Ἀλλά δέν μοῦ λές, σέ παρακαλῶ; Πῶς θά ἐργασθοῦν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι στό Συνέδριον τῆς Εἰρήνης, ὅταν ἔχουν διαρκές Συνέδριον Πολέμου στό σπίτι τους; Ποιό ἀπό τά δύο Συνέδρια θά πρωτοκυττάξουν; Καί, ἐπί τέλους, ἄνθρωποι εἶνε κι’ αὐτοί. Δέν θέλουν νά ξεσκάσουν καί λιγάκι; Θά συνοδεύωνται διαρκῶς ἀπό τόν χωροφύλακα ὑπό μορφήν μιᾶς πιστῆς καί ἀφωσιωμένης συζύγου;
Εἴχαμεν φθάσει, καθώς βλέπετε, εἰς τό ψητόν. Καί, προκειμένου περί ψητοῦ, δέν ἠμποροῦσε νά ὑπάρξῃ ἀντίρρησις.
Ὁ ζηλωτής τῶν πατρίων ἐξηκολούθησεν:
– Ἐμένα τοὐλάχιστον δέ μοῦ ἔτυχε καμμία τέτοια εὐκαιρία. Ἀλλά, καί ἄν μοῦ ἐτύχαινε, θ’ ἀκολουθοῦσα τό παράδειγμα τοῦ μακαρίτη τοῦ πατέρα μου.
– Ὥστε ὑπάρχει καί οἰκογενειακή παράδοσις;
– Βεβαιότατα. Ὅταν ὁ πατέρας μου ἐπρόκειτο νά φύγῃ κι’ αὐτός γιά τήν Εὐρώπη, ἡ μητέρα μου ἔπεσε στά πόδια του καί τόν παρακαλοῦσε νά τήν πάρῃ μαζῆ του. Τά πεθερικά, οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι του εἶχαν πέσει ἀπό κοντά. Καί καλά νά τήν πάρῃ. Τόν ἔκαναν χρυσόν. Ἐκεῖνος τίποτε. Βράχος. «Τῆς ἄφησα ἕνα παιδί, ἔλεγε. Φτάνει. Ἄς τὤχῃ συντροφιά ὥς ποῦ νά γυρίσω. Ἐγώ θά πάω νά κυττάξω τή δουλειά μου.» Κ’ ἔφυγε μοναχός του, σάν ἄνδρας.
– Δέν μοῦ λές, σέ παρακαλῶ, τοῦ εἶπα. Μήπως ὁ μακαρίτης μετέβαινεν εἰς τό Συνέδριον τῶν Βερσαλλιῶν κατά τό 1871;
– Ὄχι! μοῦ ἀπήντησε. Μετέβαινεν εἰς τήν Πάδοβαν νά σπουδάσῃ Ἰατρικήν.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ