Αρθρο-τομή τοῦ βουλευτοῦ Επικρατείας τῆς ΝΔ καθηγητού Θ. Φορτσάκη • Ὅπως γιά τούς κοινούς θνητούς – Βάσει τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος
Η ΕΙΔΙΚΗ ποινική μεταχείριση τῶν πολιτικῶν προσώπων δέν εἶναι καινούργιο ζήτημα. Μέ τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλον τρόπο κατοχυρώνεται σέ ὅλα τά Συντάγματα τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους ἀλλά καί στίς περισσότερες ἔννομες τάξεις διεθνῶς. Ἡ διαφορετική μεταχείριση αὐτῶν σέ σχέση μέ τούς ἁπλούς πολῖτες δικαιολογεῖται χάριν τῆς καλῆς λειτουργίας τῆς Δημοκρατίας καί τῆς ἐξυπηρέτησης τοῦ δημοσίου συμφέροντος, ἀλλά μόνο στό βαθμό πού εἶναι ἀναγκαία προκειμένου ὁ Βουλευτής ἤ ὁ Ὑπουργός:
α) νά μήν παρακωλύεται στήν ἄσκηση τῶν καθηκόντων ἀπό τήν ἀντιμετώπιση καταχρηστικῶν μηνύσεων ἤ διώξεων σέ βάρος του πού θά ἀσκοῦνταν γιά πολιτικούς λόγους
β) νά μήν ὑπόκειται, μέ τό φόβο καταχρηστικῶν διώξεων, σέ πολιτικούς ἐκβιασμούς κατά τή διάρκεια τῆς θητείας του ἤ μετά, γιά γνώμη, ψῆφο ἤ ἀπόφασή του.
Τά σημερινά ἄρθρα 62 καί 86 τοῦ Συντάγματος παρέχουν ἕνα πλαίσιο, πού ἄν εἶχε ἐφαρμοστεῖ σωστά θά ἦταν ἱκανοποιητικό. Ὅμως τόσο ἡ Βουλή ὅσο καί ἡ νομολογία δέν θέλησαν νά τό ἑρμηνεύσουν μέ τήν περιοριστική ὀρθότητα πού ἐπέβαλε τό πνεῦμα του. Ἔτσι ἡ κοινή γνώμη προσέλαβε τή στρεβλή ἐφαρμογή του ὡς παροχή προνομιακῆς μεταχείρισης τῶν καλυπτομένων προσώπων. Ὄχι ἀδικαιολόγητα, ἀφοῦ ἡ ἀσυλία τῶν Βουλευτῶν δέν ἤρετο σχεδόν ποτέ, μέχρι τήν καταδίκη τῆς Χώρας μας ἀπό τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΔΔΑ 16-11-2006, Τσαλκιτζῆς κατά Ἑλλάδας). Στή συνέχεια, ἡ κατάσταση αὐτή βελτιώθηκε αἰσθητά, ἀφοῦ πλέον ἡ ἄρση παρέχεται στά 2/3 τῶν περιπτώσεων. Σχετικά μέ τή δίωξη Ὑπουργῶν βιώσαμε τελευταῖα τά ἀπαράδεκτα πού ἔλαβαν χώρα, μέ ἀφορμή τήν ὑπόθεση Novartis. Ἔχουμε σήμερα τήν εὐκαιρία, στό πλαίσιο τῆς ἀναθεωρητικῆς συνταγματικῆς διαδικασίας πού μόλις ἄρχισε, νά ἐπανέλθουμε σέ ἀνώτατο θεσμικό ἐπίπεδο σέ ὁρισμένα ἀπό τά ζητήματα τῆς προνομιακῆς ποινικῆς μεταχείρισης Βουλευτῶν καί Ὑπουργῶν. Ἔτσι:
1. Γιά τήν ἀσυλία τῶν Βουλευτῶν πρέπει νά περιοριστεῖ ρητά ἡ διαδικασία ἄρσης κατ’ ἄρθρο 62 Σ. μόνο στά ἀδικήματα πού σχετίζονται ἄμεσα μέ τήν ἄσκηση τῶν βουλευτικῶν καθηκόντων. Μέ αὐτόν τόν τρόπο συμμορφωνόμαστε καί μέ τή νομολογία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου.
2. Γιά τούς Ὑπουργούς ἡ κατ’ ἄρθρο 86 τοῦ Συντάγματος ἄσκηση τῆς ποινικῆς δίωξης ἀπό τή Βουλή πρέπει:
α) Νά ἀσκεῖται ἐφόσον προκύπτουν ἐπαρκεῖς ἐνδείξεις. Αὐτό θά διασφαλιστεῖ ἄν μετά τήν «ἀμελλητί» κατά τό Σύνταγμα διαβίβαση τῆς δικογραφίας στή Βουλή ἀπό τή Δικαιοσύνη παρεμβάλλεται σχετική γνωμοδοτική κρίση εἰδικοῦ ὑψηλόβαθμου δικαστικοῦ ὀργάνου. Μπορεῖ ἐν προκειμένω νά «συνταγματοποιηθεῖ» ὡς ὑποχρέωση ἡ πρόβλεψη τοῦ ἰσχύοντος Ν.3126/2003 γιά τήν ποινική εὐθύνη τῶν Ὑπουργῶν, πού θεσμοθέτησε τήν οὐδέποτε ἀξιοποιηθεῖσα δυνατότητα τῆς Βουλῆς νά καταφεύγει σέ τριμελές συμβούλιο εἰσαγγελέων γιά γνωμοδότηση σχετικά μέ τό νομικό ἔλεγχο καί τήν ἀξιολόγηση τῆς κατηγορίας.
β) Νά διευκρινιστεῖ ρητά ὅτι ἡ εἰδική διαδικασία ἀφορᾶ ἀποκλειστικά τά ἀδικήματα πού τελοῦνται κατά τήν ἄσκηση τῶν ὑπουργικῶν καθηκόντων μέ τή στενή ἔννοια καί ὄχι ἐπ’ εὐκαιρία αὐτῶν. Ἔτσι ἡ δωροληψία, τό «ξέπλυμα» χρήματος, ἡ πλαστογραφία ἤ ἡ νόθευση ἐγγράφου καί τά παρεμφερῆ δέν νοεῖται νά ὑπάγονται στήν εἰδική διαδικασία, ἡ ὁποία πρέπει νά περιορίζεται σέ ἀδικήματα ὅπως ἡ παράβαση καθήκοντος καί ἡ ἀπιστία.
γ) Νά καταργηθεῖ ἡ εἰδική προθεσμία γιά τήν ἄσκηση τῆς ποινικῆς δίωξης ἀπό τή Βουλή κατά Ὑπουργῶν μέχρι τό πέρας τῆς δεύτερης τακτικῆς συνόδου τῆς βουλευτικῆς περιόδου πού ἀρχίζει μετά τήν τέλεση τοῦ ἀδικήματος, πού μπορεῖ νά εἶναι μόλις διετής, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ εἰδική ἀποσβεστική προθεσμία καί στήν πραγματικότητα ἀδικαιολόγητη εἰδική συντομότατη παραγραφή. Ἄς ἰσχύει ἡ κοινή παραγραφή τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα, ὅπως γιά ὅλους πού ὑποπίπτουν στίς ἴδιες παραβάσεις. (Σ.σ. «Ἑστίας»: Ἡ παραγραφή γιά κακουργήματα πού ἐπισείουν πρόσκαιρη κάθειρξη εἶναι δεκαπενταετής καί γιά πλημμελήματα πενταετής.) Τέλος, πρέπει νά κατοχυρωθεῖ εἴτε στό πλαίσιο τῆς ἀναθεώρησης τοῦ Συντάγματος εἴτε μέ κοινό νόμο ὅτι οἱ ὑποθέσεις σέ βάρος τῶν Βουλευτῶν ἤ Ὑπουργῶν πού ὑπάγονται στήν τακτική δικαιοσύνη, ἡ ἐκδίκαση θά λαμβάνει χώρα σέ συντομότατο χρονικό διάστημα, ὥστε νά μήν ἐξευτελίζονται ἀδίκως πρόσωπα πού τελικά ἀπαλλάσσονται μετά τήν παρέλευση πολλῶν ἐτῶν, καμμιά φορά μετά καί δεκαπενταετία. Ἔτσι οἱ ἀθῶοι θά μποροῦν, καθαροί, νά συνεχίζουν τήν πολιτική τους σταδιοδρομία.