Εἶχα χθές τήν χαρά νά παρευρεθῶ στά ἐγκαίνια τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑνώσεως Συντακτῶν Ἡμερησίων Ἐφημερίδων Ἀθηνῶν.
Τήν ἀνάπλαση τῆς Βιβλιοθήκης ἀνέλαβε καί ὁλοκλήρωσε σέ χρόνο-ρεκόρ ὁ ἀρχιτέκτων Κωνσταντῖνος Στάικος, τοῦ ὁποίου τό ἀποτύπωμα ὑπάρχει στίς πλέον ἀπαιτητικές καί ἐπιτυχημένες ἐργασίες τοῦ εἴδους.
Ἀπό τότε πού ἔγινα μέλος τῆς ΕΣΗΕΑ, στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’80, ἀλλά καί ὡς μέλος τῶν ὀργάνων της, εἶχα πάντα τήν ἀπορία, πῶς ἕνα πνευματικό σωματεῖο (γιατί τέτοιο ὀφείλουμε νά εἴμαστε), ὅπως τό δικό μας, δέν εἶχε δώσει τήν ἀπαιτούμενη προσοχή –καί προτεραιότητα– στήν Βιβλιοθήκη του.
Εἶχα περάσει ἀρκετές ὧρες συζητώντας μέ τόν ἀλησμόνητο συνάδελφο Παναγιώτη Πατρίκιο, τό «στοιχειό» τῆς Βιβλιοθήκης, καί μοῦ εἶχε μιλήσει γιά τά σπάνια βιβλία καί χειρόγραφα πού ὑπῆρχαν ἐκεῖ.
Ὡστόσο, ὁ καιρός περνοῦσε, καί ὁ δεύτερος ὄροφος τοῦ κτιρίου τῆς ὁδοῦ Ἀκαδημίας «στοίχειωνε» ὅλο καί περισσότερο καί, μέ τόν θάνατο τοῦ Πατρικίου (2007), σχεδόν ξεχάστηκε…
Ἡ Ἕνωσή μας ἦταν πλέον ἀποκλειστικά συνδικαλιστικό ὄργανο, ἡ ἀνεργία χτύπησε τόν κλάδο, ἡ πνευματικότητα πέρασε σέ δεύτερο (γιά πολλούς καί σέ τρίτο) πλάνο, ἀλλά ἡ Βιβλιοθήκη περίμενε…
Τά βιβλία καί τά χειρόγραφα ἀποκτοῦσαν τόν πέπλο προστασίας (σκόνη, ἴσως καί κάποιους ἱστούς ἀράχνης) τοῦ πνεύματος, ὥσπου, ὑπό τήν προεδρία τῆς Μαρίας Ἀντωνιάδου (μιᾶς Ποντίας μέ τήν δύναμη τῆς φυλῆς της), ἡ ΕΣΗΕΑ δέχεται τήν δωρεά τῆς οἰκογενείας τοῦ ἀειμνήστου δημοσιογράφου-ἐκδότου καί προέδρου τῆς Ἑνώσεως (τό 1941, πρίν τόν «πάψουν» οἱ Ἰταλοί) Δημητρίου Πουρνάρα, γιά τήν ἀνάπλαση καί τήν λειτουργία τῆς Βιβλιοθήκης.
Τά παιδιά τοῦ ἱδρυτοῦ τοῦ «Ἐλεύθερου» καί τοῦ «Παπύρου» (συνεργάσθηκα μέ τά «Ἐπίκαιρα» καί τό «Τηλέραμα» γιά ἀρκετά χρόνια), ἡ Ἑλένη Καρκατζῆ-Πουρνάρα καί ὁ Νικόλαος Πουρνάρας, χρηματοδοτοῦν τό ἐγχείρημα καί ὁ Στάικος, μέ τόν συνεργάτη του Τρ. Σκλαβενίτη, παραδίδουν στήν ΕΣΗΕΑ ἕνα κομψοτέχνημα, τό ὁποῖο χθές ἐγκαινίασε ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας Προκόπιος Παυλόπουλος.
Μέ τόν Πουρνάρα διατηροῦσε στενή σχέση ὁ πατέρας μου, μέσω τοῦ ὑπουργοῦ τῶν κυβερνήσεων Κέντρου Ἰωάννη Μελᾶ. Ὅταν ἤμουν φοιτητής, μέ εἶχε συμβουλεύσει: «καλύτερα γιατρός σάν τόν πατέρα σου καί ἄσε τήν ἀγάπη γιά τήν δημοσιογραφία κατά μέρος». Δέν τόν ἄκουσα κι ἔτσι ἔχουμε τήν εὐχέρεια νά ἐπικοινωνοῦμε. Ὁ «Πάπυρος», τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος δημιούργησε, συνέβαλε τά μέγιστα στήν ἑλληνική δημοσιογραφία ἀλλά καί στήν κοινωνία γενικότερα μέ τίς ἐκδόσεις του.
Ἡ δωρεά τῶν παιδιῶν του γιά τήν ἀνάπλαση (στήν οὐσία τήν ἐπανίδρυση) τῆς Βιβλιοθήκης τῆς ΕΣΗΕΑ δίνει τήν εὐκαιρία στόν ἑλληνικό δημοσιογραφικό κόσμο νά ἐπανακτήσει τήν πνευματικότητά του.
Δέν εἴμαστε ἁπλοί «γραφιᾶδες» οὔτε ἁπλοί «ὑπάλληλοι». Ἡ ἀπορρόφηση τοῦ χαρακτῆρα τῆς ΕΣΗΕΑ ἀπό τόν κομματικό συνδικαλισμό δέν ἔχει –ἐλπίζω– ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ. Οἱ νέοι συνάδελφοι πού ἀποτελοῦν τό σημερινό διοικητικό συμβούλιο, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Βιβλιοθήκης, πρέπει νά θυμηθοῦν καί τόν πνευματικό χαρακτῆρα τοῦ ἐπαγγέλματός μας.
Ὡραῖο εἶναι νά περηφανευόμαστε ἐπειδή πέρασαν ἀπό τήν ΕΣΗΕΑ ὁ Κονδυλάκης, ὁ Παπαδιαμάντης, ὁ Παλαμᾶς, ὁ Πρεβελάκης, ὁ Ξενόπουλος, ὁ Οὐράνης. Ἀλλά νά τούς θυμόμαστε καί ὅποτε πιάνουμε τό μολύβι ἤ τό πληκτρολόγιο…