Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 30 Ἀπριλίου 1924
Ἕνας πτωχός ἄνθρωπος ἀπέθανε, πρό ὀλίγων ἡμερῶν, εἰς κάποιο νοσοκομεῖον τῆς πόλεως δι’ ἑκατοστήν φοράν. Τάς ἐνενηνταεννέα εἶχε ἀποθάνει ἐπί τῆς σκηνῆς. Ἁπλούστατα, ὁ πτωχός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε ὁριστικῶς αὐτήν τήν φοράν, ήτο ἕνας ἠθοποιός.
Ἀλλά καί πάλιν ὁ ρόλος του δέν ἐτελείωσεν ἕως ἐδῶ. Οἱ συγγενεῖς τοῦ ἀτυχοῦς καλλιτέχνου, εἰδοποιηθέντες περί τοῦ θανάτου του, ἔσπευσαν ν’ ἀποστείλουν εἰς τό νοσοκομεῖον τά καλλίτερα ροῦχα τοῦ ἀνθρώπου των διά νά ντυθῇ νεκρός. Καί μετέβησαν κατόπιν καί αὐτοί, διά νά παρακολουθήσουν τήν κηδείαν του. Ὅταν ἔφθασαν, τούς ὡδήγησαν εἰς τό παρεκκλήσιον τοῦ νοσοκομείου, ὅπου εἶχεν ἐναποτεθῇ ἡ σορός. Ὁ πρῶτος ὅμως ἐκ τῶν συγγενῶν, πού ἀντίκρυσε τόν νεκρόν, ἐκοντοστάθη.
-Αὐτός δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπός μας! εἶπεν εἰς τόν ἐπιστάτην. Κάποιο λάθος θά ἔγινε.
Οἱ ἄλλοι συγγενεῖς, μέ τήν σειράν των, χωρίς νά πλησιάσουν τό φέρετρον τοῦ ξένου νεκροῦ, ἐρώτησαν τόν πρῶτον.
-Τί εἶπες; Δέν εἶναι ὁ δικός μας;
Ὁ πρῶτος ἐπεβεβαίωσε.
-Δέν εἶναι βέβαια! Δέν πλησιάζετε νά ἰδῆτε;
Οἱ ἄλλοι ἐπροχώρησαν ὀλίγα βήματα, μέσα εἰς τό ἡμίφως τοῦ δωματίου.
-Πράγματι! είπεν ἕνας ἀπ’ αὐτούς, μετά τό πρῶτον ἀνήσυχον βλέμμα πού έρριψεν. Αὐτός ὁ δυστυχισμένος εἶναι μέσα στά κουρέλια.
-Καί τί κουρέλια! ἐπρόσθεσεν ἄλλος.
Ὁ ἐπιστάτης ἐπενέβη.
-Αὐτά τά ροῦχα εἶχε ὁ ἄνθρωπος, αὐτά τοῦ βάλαμε, κύριε.
-Κάνεις λάθος, φίλε μου! τοῦ παρετήρησεν ἄλλος συγγενής. Ὁ ἄνθρωπος δέν φόρεσε ποτέ του τέτοια ροῦχα. Καί, τό κάτω-κάτω τῆς γραφῆς, ἐμεῖς τοῦ στείλαμε τά καινούργια του. Τέτοια λάθη δέν ἐπιτρέπονται σ’ ἕνα νοσοκομεῖο…
Ὁ ἐπιστάτης ἐπέμεινεν.
-Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπός σας. Δέν μπορεῖ ἡ ὑπηρεσία νά στείλη ἄλλον νεκρό, ἀντί γιά ἄλλον.
-Περίεργος ἄνθρωπος εἶσαι. Καί καλά ἐπιμένεις λοιπόν νά παραδεχθοῦμε πώς αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπός μας, ἀφοῦ σοῦ λέμε πώς δέν εἶναι;
-Ἐσεῖς εἴσαστε περίεργοι! Δέν ξέρει ἡ ὑπηρεσία, μόνο ξέρετε τοῦ λόγου σας;
Ἡ συζήτησις θά παρετείνετο ἀκόμη ἐάν κάποιος ἐκ τῶν συγγενῶν, μέ ἕνα δεύτερον βλέμμα, δέν ἐβεβαίωνε τήν ταυτότητα τοῦ μακαρίτου.
-Μή φωνάζετε! είπεν. Αὐτός εἶναι. Ἀλλά ποῦ νά τόν γνωρίσῃ κανείς; Τοῦ ἔχουν ἀλλάξει τά ροῦχα…
Ἐπλησίασαν καί οἱ ἄλλοι.
-Βέβαια. Τοῦ ‘χουν ἀλλάξει τά ροῦχα. Αὐτά τά ροῦχα δέν εἶναι δικά του. Οὔτε τά παληά του, πού φοροῦσε ὅταν μπῆκε στό νοσοκομεῖο,
οὔτε τά καινούργια του.
-Μά αὐτή δέν εἶναι κατάστασις!
-Αὐτό εἶναι ἔγκλημα! Ἀκοῦς νά κλέβουν τά ροῦχα τῶν ἀνθρώπων μέσα σέ ἕνα νοσοκομεῖο καί νά τούς ντύνουν μέ κουρέλια;
-Μά τί νομίσατε; Νομίσατε πώς ἦταν ἔρημος ὁ ἄνθρωπος ἤ νομίσατε πώς δέν ἔχουμε μάτια νά ἰδοῦμε;
-Καλέ, αὐτό πρέπει νά τό γράψουμε στίς ἐφημερίδες. Δέν εἶναι πράγματα αὐτά.
Ὁ ἐπιστάτης ἐπενέβη πάλιν.
-Μή φωνάζετε, κύριοι! Κλέφτες δέν ὑπάρχουν στό νοσοκομεῖον. Μπορεῖ νά ἔγινε λάθος. Ἄν ἐστείλατε ροῦχα, τά ροῦχα ἐδῶ θά εἶναι. Τόν ἀλλάζουμε τόν ἄνθρωπον. Δέν χάθηκε ὁ κόσμος.
Καί ἔφυγε πρός ἀναζήτησιν τῶν ἀποπλανηθέντων ρούχων τοῦ μακαρίτου, ἐνῶ οἱ συγγενεῖς, περικυκλώσαντες τόν προσφιλῆ των νεκρόν, ἀνέμεναν τήν ἀποκατάστασιν τῆς ταυτότητός του καί τῆς ἀξιοπρεπείας του. Ματαίως ὅμως τήν ἐπερίμεναν. Σέ λιγάκι ὁ ἐπιστάτης κατέφθασεν ἀπελπισμένος.
-Δυστυχῶς, κύριοι, κατά λάθος, τά ροῦχα τά φορέσανε σ’ ἕναν ἄλλον.
-Καί ποῦ τόν ἔχουνε τόν ἄλλον.
-Δυστυχῶς, κύριοι, τόν θάψανε…
-Τόν θάψανε μέ τά ροῦχα τά δικά μας;
-Λάθος ἔγινε, σᾶς εἶπα.
-Ὥστε πᾶνε τά ροῦχα;
-Τί θέλετε νά κάνουμε; Νά τόν ξεθάψουμε τώρα νά τοῦ τά βγάλουμε;
Τό λάθος πράγματι ἦτο ἀνεπανόρθωτον. Καί ὁ δυστυχής ἠθοποιός μετέβη εἰς ἄλλον κόσμον μετημφιεσμένος εἰς ζητιάνον. Ἦτο ὁ τελευταῖος ρόλος πού ἔπαιξε καί ὁ τραγικώτερος ἀπό ὅλους. Αἱ ὀλίγαι αὗται γραμμαί ἄς τόν συνοδεύσουν πέραν τῆς σκηνῆς τοῦ ματαίου αὐτοῦ κόσμου, ὡς μία συμπαθητική καί εἰλικρινής κριτική.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ