Στήν «Βραδυνή» τοῦ Τζώρτζη Ἀθανασιάδη, στό ξεκίνημά μου, εἶχα μιά ἀπρόσμενη συνάντηση.
Ὅταν μέ ἔστειλε ὁ ἀρχισυντάκτης νά παραλάβω κάποιο τέλεξ ἀπό τόν θάλαμο τῆς τηλετυπίας, διαπίστωσα ὅτι χειριστής τῶν μηχανημάτων πού μᾶς ἔφεραν τίς εἰδήσεις ἀπό τά πέρατα τοῦ κόσμου, ἦταν ὁ ἀγαπημένος τραγουδιστής τῆς μητέρας μου!
Ὁ Νάσος Πατέτσος πού ἔφυγε χθές ἀπό τήν ζωή, σέ ἡλικία 101 ἐτῶν, ὑπῆρξε ὁ μοναδικός ἴσως Ἕλληνας «καντσονετίστας». Τραγουδοῦσε κατά τρόπο μοναδικό τίς ἰταλικές «καντσονέτες», μεταφρασμένες βέβαια στά ἑλληνικά.
Τό τραγούδι «Ὁ ναύτης» ἔγινε τεράστια ἐπιτυχία καθώς τότε δέν ὑπῆρχε σπίτι πού νά μήν ἔχει ναυτικό. «Φιλῶντας τῆς μανούλας του τό χέρι, ξεκίνησε ὁ ναύτης γι’ ἄλλα μέρη.» Ποιό ἑλληνικό σπίτι δέν θά γέμιζε συγκίνηση στό ἄκουσμα αὐτοῦ τοῦ στίχου;
Ἡ συνάντηση μέ τόν Νάσο Πατέτσο στήν «Βραδυνή» ἔγινε ἡ ἀρχή μιᾶς μακρόχρονης καί δυνατῆς φιλίας. Μαζί μέ τόν γελοιογράφο καί σπουδαῖο καλλιτέχνη Βασίλη Χριστοδούλου, πού ἐργαζόταν στήν ἴδια ἐφημερίδα, φτιάξαμε μιά σπουδαία παρέα στήν ὁποία ὁ Νάσος πρόσφερε ἁπλόχερα τό σπουδαῖο του ταλέντο.
Σχεδόν μία φορά τόν μῆνα μαζευόμασταν στό σπίτι μου, ὁ Χριστοδούλου, ὁ Δημήτρης Ρίζος, ὁ Σαράντος Σαραντάκος, ὁ Λευτέρης Γενεράλης, ἡ Μαρία Νεοφωτίστου, ὁ Κοσμᾶς Λιναρδᾶτος καί φυσικά, ὁ Νάσος Πατέτσος.
Ἡ κατάληξη τοῦ γλεντιοῦ ἦταν νά καθίσω στό πιάνο καί νά γεμίζει ὁ χῶρος ἀπό καταπληκτικές μελωδίες πού τραγουδοῦσε ὁ Νάσος, τοῦ ὁποίου ἡ φωνή παρέμενε ἀναλλοίωτη.
Τό καταπληκτικό ὅμως συνέβη ἕνα ἀπό τά πολλά μεσημέρια πού ὁ Νάσος ἐρχόταν καί τρώγαμε στό σπίτι. Εἶχα ξεχάσει ἀνοιχτά τίς μπαλκονόπορτες, ἔπαιζα καί ἐκεῖνος τραγουδοῦσε. Ὅταν λοιπόν τελείωσε τήν παράσταση μέ μία ἀπό τίς «κορῶνες» πού κρατοῦσε γιά τό φινάλε, ἀκούστηκαν ἀπό γύρω χειροκροτήματα!
Οἱ γείτονες εἶχαν βγεῖ στά μπαλκόνια τους καί χειροκροτοῦσαν. Ὁ Νάσος βγῆκε στό μπαλκόνι, χαιρέτησε, καί ἔκανε μία ὑπόκλιση. Ἔτσι τόν θυμᾶμαι. Νά τραγουδᾶ, νά χαμογελᾶ, καί νά γίνεται ὁ Πατέτσος πού ξεσήκωνε τά θέατρα, πού ἔκανε τόν Βασιλιᾶ νά τόν χειροκροτεῖ καί τόν Γεώργιο Παπανδρέου νά τόν ἔχει χαρακτηρίσει «τόν σπουδαιότερο Ἕλληνα τραγουδιστή».
Ὁ Χριστοδούλου μάλιστα εἶχε γράψει καί δύο τρία τραγούδια τά ὁποῖα εἶχα μελοποιήσει. Θυμᾶμαι ἕνα χαρακτηριστικό: «Σέ ἀγαποῦσα ἀληθῶς κυρία Καίτη/ ὅσο ὑπῆρχε εἰς τίς τσέπες μπερικέτι.
Ἔγινες ὅμως πιά κυρία καί γουστάρεις/ καί γιά καινούργιες περιπέτειες ρεμιζάρεις».
Ὁ Νάσος τό τραγουδοῦσε σέ ρυθμό μάμπο καί τό ρεφρέν ἔλεγε: «Δέν κάνει ὁ κόσμος ἔτσι Καίτη, δέν εἶναι ἡ καρδιά σκληρή σάν τό ἀτσάλι».
Ἔτσι περνούσαμε τόν καιρό μας, μιά μεγάλη παρέα σέ μιά μεγάλη ἐφημερίδα, τόν καιρό πού οἱ ἐφημερίδες ἦταν κυψέλες καί οἱ δημοσιογράφοι ἔγραφαν ἱστορία ὡς παρέες.
Μοῦ εἶχε διηγηθεῖ ὅλη του τήν ζωή. Πῶς ξεκίνησε ἀπό τό νησί του καί πῶς, στό πολεμικό πλοῖο πού ὑπηρετοῦσε ὡς ναύτης, ὁ καπετάνιος τοῦ εἶπε «τραγούδα γιατί ἔχεις καλή φωνή.» Καί ἔτσι ὁ ναύτης Νάσος Πατέτσος ἔγινε διάσημος μέ τόν «Ναύτη» του.
Θά τόν θυμόμαστε πάντα, γελαστό, χαρούμενο, γεμᾶτο μπρίο καί ἀγάπη γιά τήν μουσική. Πρόλαβε καί εἶδε πολλά. Πρέπει νά ἔφυγε εὐχαριστημένος.