Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 9 Δεκεμβρίου 1918
Ἤμουν προσκεκλημένος προχθές νά προγευματίσω εἰς τό Νέον Φάληρον.
-Τί ὥρα προγευματίζετε συνήθως; εἶχα ρωτήσει.
-Μά συνήθως ὄχι πρό τῶν δωδεκάμιση…
-Λαμπρά.
-Ὥστε, σᾶς περιμένομεν.
-Ἄν θέλῃ ὁ Θεός.
Ἡ εὐγενής κυρία ὑποπτεύθη πόζαν ἀρχαϊσμοῦ εἰς βάρος μου:
-Εἶσθε πολύ ἀρχαϊκός ἤ κάμνετε τόν ἀρχαϊκόν. Νομίζω πώς ἀκούω τήν καϋμένη τή νόνα μου. Ποτέ δέν ὑπέσχετο τίποτε καί ἡ μακαρίτισσα, χωρίς τήν αἵρεσιν τῆς θείας συγκαταβάσεως.
Καί ὅμως, ὅπως ἀπεδείχθη ἐκ τῶν ὑστέρων, καί ἡ νόνα τῆς κυρίας καί ἐγώ εἴχαμεν ἀπόλυτον δίκαιον νά μήν ὑποσχόμεθα τίποτε χωρίς τήν ἄδειαν τοῦ Θεοῦ.
Τήν 12 ἀκριβῶς τῆς ὁρισθείσης ἡμέρας εἶχα φθάσει, εἰς τήν ὁδόν Ἀκαδημίας νά πάρω τό τράμ τοῦ Φαλήρου. Τό τράμ ἦτο ἐκεῖ, ἀλλά δέν ἔφευγε. Τοῦ ἔλειπε πάλιν τό περίφημον ρεῦμα τῆς ζωῆς, τό ὁποῖον ἔψαλεν ὁ ρωμαντικός ποιητής.
-Ἀπό τό Σύνταγμα καί πέρα ἔχει ρεῦμα! μᾶς εἰδοποίησεν ἔξαφνα ἕνας ὑπάλληλος. Πηγαίνετε στήν ἄλλη στάσι νά πάρετε τήν ἄλλη ἁμαξοστοιχία.
Μέ τήν βεβαιότητα πλέον ὅτι, τοῦ ρεύματος ἀποκατασταθέντος, θά ἔφθανα ὁπωσδήποτε εἰς τόν πρός ὅν ὅρον μέ καθυστέρησιν ἑνός τετάρτου, ἐξεκίνησα κ’ ἐγώ μαζῆ μέ τούς ἄλλους, νά προφθάσω τό δρομολόγιον τῆς 12.20΄. Τό καραβάνι μας ἔφθασεν, ἐπί τέλους, εἰς τήν στάσιν τοῦ Συντάγματος, ἀφ’ ὅπου ἐπρόκειτο νά γείνῃ ἡ ἀναχώρησις, κατά τήν ἐπίσημον εἰδοποίησιν. Ἀλλά τράμ δέν ὑπῆρχε οὔτε ἐκεῖ.
-Τί γίνεται τώρα, κύριοι;
-Τί θέλετε νά γείνῃ; Θά περιμένωμεν…
Ἐπεριμείναμεν. Μερικοί ἀνυπόμονοι ἤρχισαν νά ἀποχωροῦν. Ἄλλοι νά καταφθάνουν βιαστικοί. Καί μόνον τράμ δέν ἔφθανεν. Ἐπί τέλους ἐνεφανίσθη ἕνας ἐφημεριδοπώλης, ἐρχόμενος ἐκ τῆς λεωφόρου Ἀμαλίας. Μᾶς εὐσπλαγχνίσθη καί ὡμίλησε:
-Τό τράμ περιμένετε; Ἦρθε κ’ ἔφυγε…
-Ποῦ ἦρθε καί πῶς ἔφυγε, παιδί μου;
-Ἀπ’ τή στάσι τοῦ Ζαππείου. Ὥς ἐκεῖ ἔχει ρεῦμα. Πηγαίνετε ὥς ἐκεῖ νά πάρετε τό ἄλλο ποῦ θἄρθῃ.
Τό καραβάνι μας ἐξεκίνησε καί πάλιν καί ἐπεστάθμευσεν εἰς τήν στάσιν τοῦ Ζαππείου.
-Νά το, ἔρχεται!
Ἦλθεν. Ἐστριμωχθήκαμε μέσα κ’ ἐπεριμέναμεν μίαν αἰωνιότητα.
-Μά γιατί δέν φεύγουμε;
-Θά φύγουμε στήν ὥρα μας, κύριε. Δηλαδή 1,5΄. Λείπουν τρία λεπτά καί τρία δευτερόλεπτα.
-Λαμπρά!
Ἐπί τέλους, ἐξεκινήσαμεν μαθηματικώτατα μέ τό χρονομέτρον τοῦ Ἐξπρές-Φαλέρ. Μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, τήν 1,25΄ εὑρισκόμεθα εἰς τήν Διασταύρωσιν.
-Ὅσοι εἶνε γιά τό Νέο, θ’ ἀλλάξουν.
Ἐκατεβήκαμεν. Ἀλλά ἁμαξοστοιχία διά τό Νέον δέν ὑπῆρχε. Νέα ἀναμονή. Μετά 20΄ λεπτά ἐφάνη καταφθάνουσα, ἐπί τέλους ἐκ τοῦ Παλαιοῦ. Πατεῖς μέ, πατῶ σε, τήν ἐκυριεύσαμεν. Ἀλλά δέν κινούμεθα πάλιν. Τί συμβαίνει;
-Κύριοι νά κατεβῆτε. Αὐτή ἡ ἁμαξοστοιχία θά ξαναγυρίσῃ στό Παλαιό. Περιμένεται ἄλλη ἀπό τάς Ἀθήνας, ποῦ θά πάῃ κατ’ εὐθεῖαν.
Νέον κατέβασμα, νέα πολιορκία ὀχημάτων, νέα ἐγκατάστασις. Ἐπί τέλους, ξεκινοῦμεν καί, Θεοῦ εὐδοκοῦντος, τήν φοράν αὐτήν ἀποβιβαζόμεθα πρό τοῦ «Ἀκταίου» ὥραν 2 μ.μ. Τό ὑπερωκεάνιον ταξεῖδί μας εἶχε λήξει.
Εἰς τάς 2,10΄ ἀκριβῶς ἡ κατάκοπος καί πειναλέα ὕπαρξίς μου ἐπλαισιώθη εἰς τήν θύραν τῆς φιλικῆς τραπεζαρίας, ὅπου οἱ Ἀμφιτρύονές μου εὑρίσκοντο εἰς τό φροῦτο.
-Ἐφάγατε; μ’ ἐρώτησαν ἔκθαμβοι.
-Ἔφαγα δύο τροχιοδρομικάς ὥρας καί δέκα λεπτά. Ἠμπορῶ νά εἰσέλθω ἑπομένως κατ’ εὐθεῖαν εἰς τό φροῦτο. Αὐτό ἦτο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν σᾶς τό ἔλεγα;
-Ἀλλά τί σᾶς πταίει ὁ Θεός;
-Ποῖος θέλετε νά μοῦ πταίῃ, κυρία μου; Ὁ Θεός ἐκούτσαινε τά γαϊδούρια εἰς τήν ἐποχήν τῆς νόνας σας καί τά γαϊδούρια ἔμεναν εἰς τόν δρόμον. Ὁ Θεός κόβει τό ρεῦμα τοῦ τράμ εἰς τήν ἐποχήν μας καί οἱ προσκεκλημένοι φθάνουν στό φροῦτο.
-Θά φᾶτε, ἐπί τέλους;
-Ἄν θέλῃ ὁ Θεός…
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ