Ἀνήμερα τοῦ Προφήτη Ἠλία! Σφύριζαν οἱ βόμβες στήν Κύπρο κι ἐδῶ ἀκούγαμε «Ἐλαφρά ἑλληνική μουσική καί τραγούδια».
Μᾶς εἶχε τηλεφωνήσει ὁ ἀδελφός μας, ὁ Ἀριστοτέλης, ἀπό τήν Ἀγγλία. «Οἱ Τοῦρκοι βομβαρδίζουν τήν Κύπρο!».
Ἀλαφιασμένος ὁ πατέρας τηλεφώνησε στόν βουλευτή μας Ἰωάννη Μελᾶ καί τόν ἐνημέρωσε: «Τῶν οἰκιῶν ἡμῶν ἐμπιπραμένων ἡμεῖς ἄδομεν» τοῦ ἀπάντησε καί βάλθηκε νά ψάχνει νά βρεῖ ἄκρη.
Πῆγα στό «Λίντο», ὅπου μαζευόμασταν μέ τούς φίλους. Ἄν καί ἦταν ἀκόμη νωρίς, εἶχαν μαζευτεῖ κάμποσοι. Οἱ πιό πολλοί, στήν Κοκκινιά, ἀκούγαμε «Ντώυτσε Βέλλε» καί «Ἐδῶ Λονδῖνο».
«Πόλεμος!» εἶπε ὁ Λάκης, πού ἦταν μεγαλύτερος. Σέ λίγες ὧρες ἡ ζωή εἶχε ἀνατραπεῖ. Τά πρῶτα «φύλλα πορείας» ἔφθαναν στά σπίτια, μανάδες ἀποχαιρετοῦσαν γιούς καί γυναῖκες τούς ἄντρες τους. Βεβαίως, οὐδεμία σχέση μέ τό ἡρωικό 1940! Κατήφεια καί ἀβεβαιότητα. «Ποῦ μᾶς πᾶνε;» ρωτοῦσαν οἱ φίλοι πού ἔφευγαν.
Στήν Τσαμαδοῦ, στήν «Διλοχία», εἶχε στηθεῖ τό κέντρο διερχομένων. Συνοδεύσαμε κάποιους μεγαλύτερους φίλους ὥς ἐκεῖ. Κανείς δέν μιλοῦσε. Ἀγκαλιές μόνο καί χτύπημα στήν πλάτη. «Πρόσεχε, ρέ, νά γυρίσεις!»…
Πληροφόρηση μηδενική. Μισόλογα, ἀπό μιά χώρα ἀκυβέρνητη, καθώς τά «κοκόρια» τοῦ Ἰωαννίδη, πού εἶχαν κάνει ρεσάλτο στήν ἐξουσία καί πίστευαν ὅτι θά ἔφερναν στήν Ἀθήνα «τό κεφάλι τοῦ Μούσκου», τά εἶχαν μουσκέψει!
Ὁ Παπαγεωργίου, μέ τίς διασυνδέσεις του, τήν ἑπομένη, στά γραφεῖα τῆς ὁδοῦ Βησσαρίωνος, μιλοῦσε μέ ὅποια πρεσβεία ἀπαντοῦσε στό τηλέφωνο. Ὅλα ἔδειχναν ὅτι οἱ Τοῦρκοι εἶχαν καταλάβει τήν Κυρήνεια καί προχωροῦσαν.
«Σκοτώνεται κόσμος, ἔχουμε πολλούς νεκρούς» ἔλεγε ἡ Μίνα Βέργου, πού ἄκουγε τά πάντα, ἀφοῦ εἶχε τό αὐτί της κολλημένο στό (μεγάλο, πράγματι) κεφάλι τοῦ «γέρου»…
«Ἔχουν χαθεῖ ὅλοι! Οἱ Ἀμερικάνοι ψάχνουν τούς δικούς τους, ἀλλά δέν τούς σηκώνουν τά τηλέφωνα» ἔλεγε ἡ «πηγή» τοῦ Παπαγεωργίου στήν «Πρεσβεία». Κι ἐμεῖς ἀκούγαμε διάφορα ὀνόματα, ἀλλά δέν καταλαβαίναμε «γρῦ».
«Ψάχνουν οἱ Ἀμερικάνοι τόν Πρωθυπουργό κι αὐτός ἔχει κατεβάσει τό τηλέφωνο!» ἔλεγε ὁ Γιῶργος Σπορίδης…
Μοῦ τηλεφώνησε ὁ Χάρης Πολλᾶτος, ὁ κιθαρίστας μας. Τά βράδια ἐργαζόμουν ὡς μουσικός στό «On The Rocks» τῆς Βάρκιζας. «Σήμερα δέν ἔχει μεροκάματο. Κλειστά τά μαγαζιά» μοῦ λέει. «Ἄσε μας, ρέ Χάρη, στόν κόσμο σου πάντα…»
Σέ μιά χώρα πού ἦταν παραδομένη στά γλέντια καί τά «μαγαζιά» δέν εἶχαν οὔτε «ρεπό», τό νά παραμένουν κλειστά τά «ξενυχτάδικα» ἔδειχνε ὅτι κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε. Ὁ κόσμος ἔμενε κλεισμένος στά σπίτια καί ἄκουγε «ξένους σταθμούς».
Ἦταν ἕνα τρελό τριήμερο. Ἡ στρατιωτική κυβέρνηση εἶχε καταρρεύσει. Στήν οὐσία, ἡ χώρα ἦταν ἀκυβέρνητη.
Ἀνέλαβαν δράση οἱ πολιτικοί. «Ἔρχεται ὁ βασιλιάς» φώναζε ἡ μάνα μου, «ναί, θά μᾶς σώσει ὁ ἑξαδάχτυλος» τήν κορόιδευε ὁ πατέρας μου. Τελικά ἦρθε μόνο ὁ Καραμανλῆς! Ὁ Κωνσταντῖνος ἔμεινε μέ τήν ἀναμονή ἑνός τηλεφωνήματος. Ἔ, δέν ἦταν καί πολύ καλές οἱ «γραμμές»…
Σήμερα θά πάρω τηλέφωνο τούς δύο καλούς μου φίλους, τόν Ἠλία Μεταξᾶ καί τόν Ἠλία Ασβεστόπουλο, νά τούς εὐχηθῶ. Κι ὕστερα θά ξαναθυμηθῶ ἐκείνη τήν Εἰκοστή Ἰουλίου τοῦ 1974. Τήν «Μαύρη Ἐπέτειο»…