Γνωρίζετε τόν τύπον τοῦ παραπονιάρη. Ὡς φίλος, ὡς σύζυγος, ὡς συνάδελφος, ὡς συνέταιρος, ὡς κοινωνικός ἄνθρωπος, τέλος πάντων, εἶναι συμπαθητικώτατα ἀνυπόφορος.
Διαρκῶς φαντάζεται ὅτι παραμελεῖται. Καί ἀπό τά πικρά του χείλη στάζει πάντοτε τό παράπονον, ὅταν δέν στάζουν καί δάκρυα ἀπό τούς ὀφθαλμούς του. Ὅ ὄχι καί τόσον σπάνιος τύπος εὑρέθη εἰς γνωστήν παρέαν νέων, ἡ ὁποία, γνωρίζουσα τήν ἀδυναμίαν του, εἶχε λάβει ὅλας τάς ἀναγκαίας προφυλάξεις, ὥστε νά μή παρεξηγηθῆ ἀπέναντί του. Ὁ παραπονιάρης φίλος προσεκαλεῖτο εἰς ὅλας τάς διασκεδάσεις, εἰς ὅλας τάς ἐκδρομάς καί εἰς ὅλας τάς εὐχαρίστους συγκεντρώσεις τῆς παρέας. Ἐν τούτοις, τά παράπονα, τά πικρά του παράπονα, δέν ἔλειπαν ποτέ, εἰς κάθε ψύλλου πήδημα.
-Μπράβο σας! Δέ μέ συλλογισθήκατε κι ἐμένα. Τέτοιοι φίλοι εἴσαστε! Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ…
Πρό ὀλίγων ἡμερῶν, ἐπί τέλους, κάποιος ἐκ τῆς παρέας εἶχεν ἴδη ἕνα εὐχάριστον ὄνειρον. Καί τό διηγεῖτο εἰς τούς φίλους του, μεταξύ τῶν ὁποίων εὑρίσκετο καί ὁ ἀνίατος παραπονιάρης.
-Λοιπόν, βρέ παιδιά -ἔλεγεν ὁ διηγούμενος τό ὄνειρον-, ἔβλεπα πώς εἴχαμε πάρει διάφορα αὐτοκίνητα καί κατεβήκαμε στό Παληό. Τά ὡραιότερα κορίτσια τῆς Ἀθήνας ἦσαν μαζί μας. Τό γλέντι, λοιπόν, πού ἔγινε, βρέ παιδιά, ἐκεῖ κάτω, δέν περιγράφεται. Φάγαμε τόν περίδρομο, ἤπιαμε τόν Ἰορδάνη καί χορέψαμε μέ τά κορίτσια ὅλους τούς χορούς καί κάποιον ἄλλον ἀκόμα, πού ἔμοιαζε μέ τόν χορό τοῦ Ἠσαΐα. Τά χιλιάρικα ἔπεφταν κάτω σάν βροχή καί οἱ τάπες τῆς σαμπάνιας ἀνέβαιναν σά ρουκέττες πρός τό στερέωμα. Τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ δέν ἀντίκρυσαν ποτέ παρόμοιον γλέντι!
Ὁ παραπονιάρης φίλος παρηκολούθει τήν διήγησιν μέ ἐντατικήν προσοχήν, ἀλλά καί μέ ἕνα εἶδος ἀνεξηγήτου συγκινήσεως. Ὅταν ἐτελείωσεν ἡ διήγησις, ὑπέβαλε πρός τόν ἱστοριογράφον τοῦ ὀνείρου μιάν δειλήν ἐρώτησιν:
-Ἐγώ ἤμουνα μαζί σας, Νῖκο;
Ὁ Νῖκος, ἐννοῶν νά εἶναι εἰλικρινής, ἀλλά καί χωρίς νά φαντάζεται τάς συνεπείας τῆς ειλικρίνειάς του, συνεκέντρωσε τάς ἀναμνήσεις τοῦ ὀνείρου του, ἐσκέφθη καί ἀπήντησε:
-Δέ θυμοῦμαι νά σέ εἶδα. Μᾶλλον ὅμως δέν ἤσουν. Ὡρισμένως δέν ἤσουν!
Ὁ ἀνίατος παραπονιάρης ἔσκυψε περίλυπος τό κεφάλι του, ἐβυθίσθη εἰς στυγνήν μελαγχολίαν, ἔπειτα ἐσηκώθη ἀπό τήν θέσιν του καί μέ τό τραγικώτερον ὕφος τοῦ κόσμου έδωκε διέξοδον εἰς τό φρικτόν παράπονον, πού τοῦ ἐπίεζε τά στήθη.
-Τά βλέπετε, λοιπόν; Ὅταν σᾶς τά λέω, δέν τό παραδεχόσαστε. Οὔτε στό γλέντι ἑνός ὀνείρου, ἕνα γλέντι τζάμπα, δέν μέ συλλογισθήκατε! Μόνο ἐγώ ἔλειψα… Ἄς εἶναι. Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ… Καί μέ συγχωρεῖτε. Ἄλλη φορά δέ θά σᾶς ἐνοχλήσω. Χαίρετε, κύριοι!
Καί ἀπεμακρύνθη, φέρων τό μέγα του παράπονον εἰς τήν ψυχήν καί τά δάκρυα εἰς τούς ὀφθαλμούς του.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ