Εἶναι ξημερώματα Δευτέρας, καί ἀπό τό Μαρμάρι Εὐβοίας, ὅπου βρέθηκα γιά ἕνα ξένοιαστο τριήμερο, παρατηρῶ τήν ἐφιαλτική εἰκόνα τῆς Πεντέλης.
Ἕνα κόκκινο ἑρπετό κινεῖται πέρα-δῶθε. Εἶναι σάν νά βλέπω σκηνή ἀπό ταινία τοῦ Σπῆλμπεργκ. Σχεδίαζα νά φύγω μέ τό πλοῖο τῶν 6.45 γιά τήν Ραφήνα. Μερικές εἰκόνες ἀπό τήν τηλεόραση ἦταν ἀρκετές γιά νά μέ πείσουν ὅτι εἶναι καλύτερα νά μείνω ἐδῶ. Τηλεφωνῶ στούς δικούς μου ἀνθρώπους στήν Ἀθήνα. «Δέν θά ἔλθω ἀκόμη. Δέν ξέρω τί θά βρῶ ἀπέναντι, καλύτερα νά μείνω μέχρι νά τελειώσει τό ἔργο τῆς Πυροσβεστικῆς.»
Κι ὕστερα, καθισμένος στήν βεράντα τοῦ σπιτιοῦ ὅπου φιλοξενοῦμαι, βλέπω τό πύρινο τέρας νά ἕρπει στήν πλαγιά τῆς Πεντέλης. Ποῦ καί πότε θά σταματήσει αὐτό τό κακό πού ὑφίσταται συστηματικά ἡ Ἀττική; Πῶς καί πότε θά ἐπιστρέψει ἐκεῖνο τό «εὔκρατο καί ὑγιεινό» κλῖμα πού μαθαίναμε στό σχολεῖο; Πῶς τό εἶπε ἐκεῖνος ὁ καθηγητής καί μᾶς κατατρόμαξε; «Αὐτή θά εἶναι πλέον ἡ καθημερινότητά μας.» Δηλαδή τριανταοκτώ μέ σαράντα βαθμούς Ἰούνιο-Ἰούλιο καί μελτέμια ἀπό μέσα Ἰουνίου, μέ ἀποκορύφωμα τίς φωτιές τοῦ Αὐγούστου. Ἐμένα, πάντως, οὐδείς, καθηγητής ἤ ἁπλός θνητός, δέν θά μπορέσει νά μέ πείσει ὅτι οἱ καταστροφικές πυρκαγιές τοῦ Αὐγούστου ὀφείλονται σέ «μετασχηματιστές» ἤ ἄλλα συμπτώματα. Ἀνθρώπινο χέρι ὑπάρχει, κακῶς ἀποδίδουμε τά πάντα σέ κάθε ἄλλο παράγοντα, ἐκτός ἀπό τό σκοτεινό κίνητρο τοῦ ἐμπρηστῆ.
Δέν μπορεῖ οἱ φωτιές πού ἀφανίζουν τήν χλωρίδα τῆς Ἀττικῆς νά ἐπιλέγουν ἀπό μόνες τους τήν ἡμέρα μέ τά μπωφόρ καί τά σαραντάρια, τόν Αὔγουστο, πού οἱ ὑπηρεσίες καρκινοβατοῦν, τίς χαράδρες ὅπου τά πυροσβεστικά εἶναι δύσκολο νά παρέμβουν, περιοχές, ὅπου ἡ φωτιά μπορεῖ νά ἀπειλήσει κατοικίες καί ἀνθρώπινες ζωές, περιοχές πού τραυματίζουν θανάσιμα τήν Ἀττική, ὅπου, δυστυχῶς, χτυπᾶ ἡ καρδιά ὁλόκληρης τῆς χώρας! Τήν Ἀττική, μέ τά πέντε ἑκατομμύρια κατοίκων καί μέ τά βόρεια προάστια πνιγμένα στό πράσινο καί μέ τεράστια δένδρα στούς κήπους τους. Εἶναι πολλές οἱ συμπτώσεις, γιά νά μπορεῖ κανείς νά τίς δεχθεῖ ὡς κάτι φυσιολογικό. «Εἶναι πολλά τά λεφτά» ἔλεγε ὁ Σπῦρος Καλογήρου στόν Νῖκο Κούρκουλο. Ἐδῶ «Εἶναι πολλές οἱ συμπτώσεις.»
Περισσότερες ἀπό πολλές! Φυσικά, ὅλοι γνωρίζουμε πόσο δύσκολο εἶναι νά ἐντοπισθεῖ ἕνας ἐμπρηστής μέσα στήν ἄγρια νύχτα ἤ καταμεσήμερο, σέ μιά χαράδρα. Ὑπάρχουν πλέον ἐμπρηστικοί μηχανισμοί πού ἐνεργοποιοῦνται μέ ἕνα «κλίκ» στό κινητό μας τηλέφωνο! Καί αὐτομάτως ἔρχεται ἡ φράση «ψάχνεις ψύλλους στ’ ἄχυρα», «Ἐδῶ πρόκειται γιά “ψύλλους στά ξερόκλαδα”!» Μόνο πού ἄν δέν γίνει κάτι καί γρήγορα, οἱ «ψύλλοι» θά μποῦν γιά τά καλά στήν ζωή μας.
Τό θέαμα, μέ τίς φλεγόμενες κατοικίες στά Βριλήσσια, πρέπει νά λειτουργήσει ἀφυπνιστικά. Ἐδῶ δέν ὑπάρχει χῶρος οὔτε χρόνος γιά «μανοῦβρες». Ὁ μοναδικός δρόμος εἶναι ἡ εὐθεῖα. Καί μέ ταχύτητα, ὄχι μέ ὑποσχέσεις καί εὐχολόγια. Καλῶς ἤ κακῶς, ἡ Ἀττική εἶναι ὁ πνεύμονας πού ἐπιτρέπει στήν Ἑλλάδα νά λειτουργεῖ καί νά ἀναπνέει. Ὅσο πιό γρήγορα ἀντιληφθοῦμε ὅτι «ἔφτασε ὁ κόμπος στό χτένι» τόσο τό καλύτερο γιά ὅλους!