Σκεφτόμουν τήν (ἀκόμη μία) μεγάλη καταστροφή στήν Ἀττική.
Κι ἔπεσε τό μάτι μου σέ μιά ἀνάρτηση τοῦ φίλου μου, Νεμεάτη οἰνοποιοῦ μαέστρου καί λογίου, Γιώργου Παλυβοῦ. Ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν «ἀναφορά στόν Γκρέκο», τοῦ Νίκου Καζαντζάκη. Ἔχει σημαία, διαβάστε το!
«Τῇ μέρᾳ κείνῃ, τῆς Κοίμησης τῆς Παναγίας, 15 Αὐγούστου, οἱ ἐργάτες δέ δούλευαν κι ὁ πατέρας μου κάθονταν στή ρίζα μιᾶς ἐλιᾶς καί κάπνιζε.
Εἶχαν ἔρθει γύρα οἱ γειτόνοι, πού εἶχαν ἁπλώσει κι αὐτοί τή σταφίδα τους, κάπνιζαν πλάι στόν πατέρα μου, ἀμίλητοι. Φαίνονταν στενοχωρημένοι.
Ὅλοι εἶχαν καρφώσει τά μάτια σ’ ἕνα συννεφάκι πού ’χε προβάλει στόν οὐρανό, κατασκότεινο, βουβό, καί προχωροῦσε. Εἶχα καθίσει κι ἐγώ κοντά στόν πατέρα μου καί κοίταζα τό σύννεφο.
Μοῦ ἄρεσε, σκοῦρο, μολυβί, χνουδᾶτο, κι ὁλοένα μεγάλωνε, ἄλλαζε πρόσωπο καί κορμί, πότε σά γεμάτο ἀσκί, πότε σά μαυροφτέρουγο ὄρνιο καί πότε σάν τόν ἐλέφαντα πού εἶχα δεῖ σέ ζωγραφιά, κουνοῦσε τήν προβοσκίδα του κι ἔψαχνε ν’ ἀγγίξει κάτω τή γῆς. Ἀεράκι χλιαρό φύσηξε, τά φύλλα τῆς ἐλιᾶς ἀνατρίχιασαν. Ἕνας γείτονας πετάχτηκε ὄρθιος, ἅπλωσε τό χέρι κατά τό σύννεφο πού προχωροῦσε.
– Ἀνάθεμά το, μουρμούρισε, ὁ Θεός νά μέ βγάλει ψεύτη, φέρνει τόν κατακλυσμό!
– Δάγκασε τή γλῶσσα σου, τοῦ ’καμε ἕνας γέρος θεοφοβούμενος, δέ θά τό ἀφήσει ἡ Παναγία, σήμερα εἶναι ἡ χάρη της.
Ὁ πατέρας μου ἔγρουξε, μά δέν ἔβγαλε ἄχνα, πίστευε στήν Παναγιά, μά δέν πίστευε πώς ἡ Παναγιά μπορεῖ νά κουμαντάρει τά σύννεφα. Ἐκεῖ πού μιλοῦσαν, ὁ οὐρανός σκεπάστηκε, οἱ πρῶτες στάλες, χοντρές, ζεστές, ἄρχισαν νά πέφτουν. Τά σύννεφα χαμήλωσαν, κίτρινες βουβές ἀστραπές καταξέσκιζαν τόν οὐρανό.
– Παναγιά μου, φώναξαν οἱ γειτόνοι, βοήθεια!
Ὅλοι πετάχτηκαν ἀπάνω, κατασκόρπισαν, καθένας ἔτρεχε κατά τό ἀμπέλι του, ὅπου εἶχε ἁπλώσει τή σταφίδα τῆς χρονιᾶς. Κι ὡς ἔτρεχαν, ὁλοένα καί σκοτείνιαζε ὁ ἀγέρας, κρεμάστηκαν μαῦρες πλεξοῦδες ἀπό τά σύννεφα, ξέσπασε ἡ μπόρα. Γέμισαν τά αὐλάκια, πῆραν νά τρέχουν οἱ δρόμοι σάν ποταμοί, φωνές ἀκούστηκαν γοερές ἀπό τό κάθε ἀμπέλι.
Ξέφυγα ἀπό τό σπιτάκι, ἔτρεξα μέσα στή νεροποντή, παράξενη χαρά μέ εἶχε συνεπάρει, σα μεθύσι. Εἶχα φτάσει ὥς τό δρόμο, δέν μπόρεσα νά τόν περάσω, ἦταν ποταμός, καί στάθηκα καί κοίταζα: μαζί μέ τά νερά κυλοῦσαν ἀγκαλιές ἀγκαλιές τά μισοξεραμένα σταφύλια, ὁ μόχτος τῆς χρονιᾶς, ἔτρεχαν κατά τή θάλασσα καί χάνουνταν. Ὁ θρῆνος δυνάμωνε, μερικές γυναῖκες εἶχαν χωθεῖ ὥς τά γόνατα μέσα στό νερό καί μάχονταν νά περισώσουν λίγη σταφίδα, ἄλλες ὄρθιες στήν ἄκρη τοῦ δρόμου, εἶχαν βγάλει τίς μπολίδες τους καί συρομαδιοῦνταν. Εἶχα γίνει μουσκίδι ὥς τό κόκαλο, πῆρα δρόμο κατά τό σπιτάκι καί μάχουμουν νά κρύψω τή χαρά μου, βιαζόμουν νά δῶ τί θά ’κανε ὁ πατέρας μου, θά ’κλαιγε, θά βλαστημοῦσε, θά φώναζε; Περνῶντας ἀπό τόν ὀψιγιά εἶδα πώς ὅλη μας ἡ σταφίδα εἶχε φύγει. Τόν εἶδα νά στέκεται στό κατώφλι, ἀκίνητος, καί δάγκανε τά μουστάκια του. Πίσω του, ὄρθια, ἡ μητέρα μου ἔκλαιγε.
– Πατέρα, φώναξα, πάει ἡ σταφίδα μας!
– Ἐμεῖς δέν πᾶμε, μοῦ ἀποκρίθηκε, σώπα!
Ποτέ δέν ξέχασα τή στιγμή ἐτούτη, θαρρῶ μοῦ στάθηκε στίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μου μεγάλο μάθημα.
Ἀναθυμόμουν τόν πατέρα μου ἥσυχο, ἀσάλευτο, νά στέκεται στό κατώφλι, μήτε βλαστημοῦσε, μήτε παρακαλοῦσε, μήτε ἔκλαιγε.
Ἀσάλευτος κοίταζε τόν ὄλεθρο κι ἔσωζε, μόνος αὐτός, ἀνάμεσα σ’ ὅλους τούς γειτόνους, τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου»…