Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 16 Αὐγούστου 1924
Μικρασιάτης ἀναγνώστης θέτει ὑπό τήν κρίσιν μου μίαν περιπέτειαν καί ἕνα πρόβλημα.
Ἡ περιπέτεια –μία περιπέτεια τοῦ μεγάλου καί ἀτελευτήτου Μικρασιατικοῦ δράματος – εἶνε ἡ ἑξῆς:
Πρό καιροῦ ἔφθασεν εἰς τάς Ἀθήνας κάποιος αἰχμάλωτος, φέρων εἰδήσεις περί ἄλλου συναιχμαλώτου του, ὁ ὁποῖος τόν εἶχε παρακαλέσει νά ἀνεύρῃ, μεταξύ τῶν προσφύγων, τήν γυναῖκά του καί νά τήν πληροφορήσῃ, ὅτι εὑρίσκεται εἰς τήν ζωήν. Ὁ ἐπιφορτισμένος ὅμως μέ τήν συγκινητικήν αὐτήν ἀποστολήν ταξειδιώτης, βιαζόμενος νά ἐπιστρέψῃ εἰς τήν ἰδιαιτέραν του πατρίδα, μετεβίβασε τήν ἐντολήν εἰς τόν ἐπιστολογράφον μου, ὁ ὁποῖος καί τήν ἀνέλαβεν εὐχαρίστως.
«Ἀλλά εἰς τόν φοβερόν αὐτόν προσφυγικόν κατακλυσμόν –μοῦ γράφει– δέν εἶνε εὔκολον νά ἀνευρεθῇ μία ἄσημος γυναικούλα. Ἐπί τέλους, μετά τρεῖς ὁλοκλήρους μῆνας, ἐτέθην ἐπί τά ἴχνη της.
Ἔσπευσα, λοιπόν, νά τῆς γράψω ἀμέσως καί προχθές ἔλαβα τήν ἀπάντησίν της, μίαν ἀπάντησιν ὅμως, ποῦ μέ ἔφερεν εἰς δεινήν ἀμηχανίαν. Ἡ ἀνευρεθεῖσα πρόσφυξ μοῦ γράφει, ὅτι συγκατοικεῖ μέ τήν συννυφάδα της, καί ὅτι καί ἐκείνης ὁ ἄνδρας ἐκρατήθη αἰχμάλωτος ἤ ὅμηρος εἰς τήν Μικρασίαν. Ζητεῖ δέ νά μάθῃ, ἐφ’ ὅσον καί αὐτός φέρει τό ἴδιον ἐπίθετον μέ τόν ἄνδρα της, ποῖος ἐκ τῶν δύο εἶνε ὁ ἐπιζῶν. Ὁ δικός της ἄνδρας, ἤ ὁ ἀδελφός του, ὁ ἄνδρας τῆς συννυφάδας της; Καί μέ παρακαλεῖ νά τῆς γράψω τό κύριον ὄνομα τοῦ διασωθέντος, ἀφίνουσά με νά μαντεύσω τήν ἀγωνίαν, εἰς τήν ὁποίαν ἐβύθισε τάς δύο γυναῖκας ἡ ἀτελής, ἀτυχῶς, πληροφορία μου.
«Ἐγώ, φυσικά, μή προβλέπων τότε παρομοίαν πλοκήν τοῦ δράματος, δέν εἶχα φροντίσει νά μάθω ἀπό τόν ἀπελευθερωθέντα αἰχμάλωτον τό μικρόν ὄνομα τοῦ κρατηθέντος συναδέλφου του, οὔτε κἄν τό μικρόν ἤ οἰκογενειακόν ὄνομα τῆς γυναῖκας του, ὁπότε ἡ ἀπορία θά ἐλύετο. Εἶχα ἀρκεσθῇ μόνον εἰς τό ἐπώνυμον, ὅπως θά ἔκαμνε, φαντάζομαι, καί κάθε ἄλλος εἰς τήν θέσιν μου. Εἰς ἐπίμετρον, ἔχασα καί τά ἴχνη τοῦ κομιστοῦ τῶν εἰδήσεων. Καί πρέπει τώρα νά στρέψω πρός τό σημεῖον αὐτό τήν προσοχήν μου, ἐνῷ, ἐν τῷ μεταξύ, ἀπό τάς δύο τραγικάς γυναῖκας, τῶν ὁποίων μοιραίως περιέπλεξα τήν τραγῳδίαν, καμμία δέν θά γνωρίζῃ ἄν δικαιοῦται νά χαρῇ ἤ νά θρηνήσῃ».
Τό πρόβλημα εἶνε τό ἑξῆς:
«Ὅταν γνωσθῇ ἡ ἀλήθεια –ἐξακολουθεῖ ὁ ἐπιστολογράφος μου– τί φρονεῖτε ὅτι πρέπει νά γίνῃ; Νά ἀνακοινωθῇ εἰς τάς δύο αὐτάς γυναῖκας ἤ νά μή ἀνακοινωθῇ καθόλου καί νά χαρισθῇ καί εἰς τά δύο ἡ εὐτυχία τοὐλάχιστον τῆς ἐλπίδος;».
Ἡ ἀπάντησίς μου θά εἶνε κατηγορηματική: Νά ἀνακοινωθῇ! Νά ἀνακοινωθῇ ὁπωσδήποτε καί νά ἀνακοινωθῇ τό ταχύτερον. Κανείς δέν ἠμπορεῖ νά στερήσῃ τόν ὅμοιόν του τῶν δικαιωμάτων, τά ὁποῖα ἔχει ἐπί τῆς εὐτυχίας ἤ τῆς δυστυχίας του. Καί τά δικαιώματα ἐπί τῆς τελευταίας εἶνε τά μεγαλείτερα καί ἱερώτερα.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ