Ὅση κατανόηση καί νά δείξω, ὅσο ἐπαγγελματικά διεστραμμένος καί ἄν εἶμαι (πού εἶμαι, ὅπως ὅλοι σχεδόν οἱ ἄνθρωποι τοῦ χώρου μας), κάποια στιγμή ἀγανάκτησα μέ ἐκεῖνο πού συνέβαινε κάθε μέρα μέ τήν τηλεόραση καί τό ραδιόφωνο τῆς πανδημίας.
Εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ ἀγαπητοί ἐπιστήμονες μᾶς εἶχαν, ἐπαρκῶς, μπερδέψει! Δέν λέω, οἱ συνάδελφοί μας ψάχνουν ἐναγωνίως τρόπο νά γεμίσουν τά τρίωρα καί τά τετράωρα μέ τά ὁποῖα τούς ἔχουν φορτώσει οἱ προϊστάμενοί τους, ἀλλά, βρέ παιδί μου, εἴχαμε ἀρχίσει νά «τά παίζουμε», πού λέει καί ἡ ἐγγονή μου.
Στό ἕνα κανάλι ἔβγαινε ὁ λοιμωξιολόγος τόν ὁποῖο εἶχαν «κλείσει» ἀποβραδίς στό κανάλι καί μᾶς ἔλεγε τά δικά του. «Δέν βλέπω γιατί πρέπει νά ἀνοίξουν τά σχολεῖα πρίν τίς Γιορτές» μᾶς ἔλεγε καί συμφωνούσαμε.
Γιατί –ἄς ποῦμε– νά ἄνοιγαν τά σχολεῖα γιά μία ἑβδομάδα καί νά ξαναδιέκοπταν τήν λειτουργία τους γιά δεκαπέντε ἡμέρες; Δέν ἀκουγόταν καί τόσο λογικό.
Ἔπινες, λοιπόν, τό καφεδάκι σου –καθώς ἤσουν πλέον ἀποκλεισμένος– καί ἔκανες «ζάπινγκ». Στό ἑπόμενο κανάλι, ἔβγαινε ἡ κυρία καθηγήτρια τῆς Ἰατρικῆς. «Δέν βλέπω τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο πρέπει νά μείνουν κλειστά τά σχολεῖα. Τά παιδιά πρέπει νά πᾶνε σχολεῖο ἔστω καί γιά μιά ἑβδομάδα, νά μήν χάσουν τήν ἐπαφή μέ τούς φίλους τους»…
Σοῦ καθόταν ἡ γουλιά τοῦ καφέ στόν λαιμό. Ἐντελῶς τά ἀντίθετα ἀπ’ ὅ,τι ἔλεγε ὁ καθηγητής, στό προηγούμενο κανάλι.
«Κυρία μου, ἔχεις ἐσύ ἐγγόνια πού πᾶνε σχολεῖο; Ἐργάζονται τά παιδιά σου καί πηγαίνεις ἐσύ σχολεῖο τά παιδιά; Θά πήγαινες ἐσύ τά παιδιά σου ἤ τά ἐγγονάκια σου σχολεῖο ὅταν ἀκοῦς κάθε μέρα “κατοστάρες” νεκρῶν στά δελτία εἰδήσεων;» ἔλεγε ἡ γυναῖκά σου.
Τί νά ἔκανες; Ἄναβες ἕνα τσιγαράκι, ἔβγαινες λίγο στήν βεράντα νά πάρεις καθαρό ἀέρα καί τἀνάπαλιν. Κι ὕστερα, καθόσουν στό γραφεῖο γιά νά γράψεις καί ἔβαζες τό ραδιόφωνο, ὅπου ἕνας ἀκόμη καθηγητής.
«Δέν νομίζω ὅτι θά ἦταν σωστό νά ἀνοίξουν καταστήματα γιά τίς Γιορτές. Θά ὑπάρξει συνωστισμός, θά ὑπάρξει ἔνταση στήν διάδοση τοῦ ἰοῦ, θά ἔχουμε τά ἴδια καί χειρότερα.»
Φώναζες, ἀπό μέσα σου, ἕνα «πές τα, Χρυσόστομε», ἀλλά μόλις ὁ σταθμός ἔπαιζε ἕνα τραγούδι μέ τήν Πάολα, τό γύριζες ἀμέσως σέ ἄλλο «ἐνημερωτικό πρωινό». Ἐκεῖ, ὁμιλοῦσε γνωστή κυρία καθηγήτρια, ἡ ὁποία μᾶς διεφώτιζε σχεδόν καθημερινά μέ τήν ἰδιόρρυθμη καί ὀλίγον ἐκνευριστική φωνή της.
«Νομίζω ὅτι δέν μπορεῖ νά ἀντέξει ἡ χώρα τό οἰκονομικό κόστος, ἄν δέν κινηθεῖ–ἔστω καί γιά λίγο– ἡ ἀγορά. Εἶναι καί θέμα ψυχολογίας τῶν πολιτῶν, πού ἔχουν ὑποστεῖ μεγάλη ψυχική κόπωση.
Δέν θά ἔλεγα “ὄχι” στό μερικό ἄνοιγμα τοῦ ἐμπορίου, ἀλλά μέ αὐστηρή τήρηση τῶν μέτρων ἀσφαλείας!»…
Πάει ὁ προηγούμενος καθηγητής, στό καλάθι! Τά ἐντελῶς ἀντίθετα μᾶς ἔλεγε ἡ κυρία καθηγήτρια!
«Καί τί μᾶς τά λές ὅλα αὐτά τώρα;» θά διερωτηθεῖτε. Νά, εἶδα κάπου τήν εἴδηση ὅτι ὁ Παγκόσμιος Ὀργανισμός Ὑγείας ἐξέπεμψε SOS γιά τήν «εὐλογιά τῶν πιθήκων»!
Κι ἀμέσως μιά μεγάλη Φαρμακευτική ἀνακοίνωσε ὅτι «διαθέτει ἤδη» κάποια ἑκατομμύρια ἐμβόλια! Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι θά ἀποφύγουμε τούς «πιθηκισμούς»…