«Δέν εἴχαμε καί τόση δουλειά ἐφέτος» μοῦ λέει φίλος, πού διατηρεῖ παραλιακό μπάρ-ξαπλώστρα-ρεστωράν σέ νησί τοῦ Σαρωνικοῦ.
«Πόσο τίς δίνεις τίς ξαπλῶστρες;» τόν ἐρωτῶ. «Δεκαπέντε εὐρώ τό ζευγάρι. Πολύ φθηνότερα σέ σύγκριση μέ ἄλλους» μοῦ ἀπαντᾶ…. Δεκαπέντε εὐρώ τό ζευγάρι. Κι ἄν ἔχουν δύο παιδιά μαζί τους, τριάκοντα εὐρώ. Καί δέν θά «πάρουν κάτι» τά παιδιά; Ἐν ὀλίγοις, ἄν θές ξαπλώστρα, κάνα καφεδάκι, κάνα ἀναψυκτικό, τό πενηντάρικο γιά μιά τετραμελῆ οἰκογένεια, εἶναι λίγο!
«Τί νά σοῦ πῶ; Ὑπῆρξαν περιπτώσεις πού ἔρχονταν δύο ζευγάρια, πλήρωναν τήν ξαπλώστρα κι ὕστερα ἔβγαζαν ἀπό τά σακίδια νεράκια, σαντουϊτσάκια, κεφτεδάκια, πίτσες» μοῦ λέει.
Καί τί νά ἔβγαζαν, ἀγαπητέ; Πιστόλι; Ἀπό τήν μία δέν θέλουν νά στερηθοῦν τήν ἀπόλαυση τοῦ μπάνιου τους, μέ μιά καλή ξαπλώστρα καί μιά εὐρείας σκιάσεως ὀμπρέλλα, ἀλλά μέχρι ἐκεῖ! Τά ὑπόλοιπα, «ἀπό τό σπίτι».
Ὅπως παλιά, πού παίρναμε τό ταπεράκι μέ τά κεφτεδάκια πού εἶχε ἑτοιμάσει ἡ μάνα μας, παίρναμε τήν καστανιά μέ τίς ἐλιές, τήν τομάτα καί τήν φέτα, παίρναμε τό ψωμί δεμένο μέ μιά καρώ πετσέτα καί πηγαίναμε γιά μπάνιο. Καί μπάνιο, πολλές φορές, σήμαινε Σαββατοκύριακο (δηλαδή ἀπό Σάββατο ἀπόγευμα, καθ’ ὅτι τό Σάββατο ἦταν ἡμιαργία), στρωματσάδα στήν παραλία, πότε στά Σκῖνα (ἀργότερα Σχοινιᾶς), πότε στήν Κινέττα, πότε στό Σούνιο. Χωρίς νά μᾶς ἀπειλεῖ κάποιος, χωρίς νά μπαίνουν οἱ ληστές ἀπό τά παράθυρα καί ἡ τηλεόραση νά τούς δείχνει μέ σκιά στά πρόσωπα ἐπειδή (εἰκάζουμε) ἀνήκουν στήν γνωστή «εὐπαθῆ ὁμάδα» πού λυμαίνεται τήν Ἑλλάδα ὑπό τά ὄμματα τῶν πάσης φύσεως Ἀρχῶν, χάριν τῶν ψήφων!
Καί μπάνιο …ἡμι-διήμερο τότε, σήμαινε ἐκδρομή μαζί μέ ἄλλες οἰκογένειες, πού ἐπίσης περνοῦσαν τήν νύχτα στρωματσάδα καί κανείς δέν εἶχε διανοηθεῖ νά τίς ἐνοχλήσει, μέχρι πού μᾶς προέκυψαν οἱ δύο κτηνώδεις Γερμανοί Ντούφτ καί Μπασενάουερ, πού δολοφονοῦσαν καί λήστευαν ἀνυποψίαστους πολῖτες! Ἔκτοτε, ἄρχισε τό μούδιασμα, ἀλλά δέν εἴχαμε φθάσει στήν εἰσβολή στό σπίτι σου ἀπό «προστατευόμενες εὐπαθεῖς ὁμάδες»! Καί ἀντί νά μᾶς μοιράσουν τά γνωστά ἀπό τό «Φάρ-Ουέστ»» ταμπελάκια μέ τήν λέξη «Καταζητεῖται» καί τίς φωτογραφίες τους, νά τούς προστατεύουν τά κανάλια, πού ξεμπροστιάζουν μόνο ἐκείνους πού θέλουν νά στείλουν ἀδιάβαστους…
Πῶς τήν ἐκάναμε ἔτσι τήν ζωή μας, ἀγαπητοί; Πῶς ἀφήσαμε τήν πατρίδα ἕρμαιο στούς εἰσβολεῖς πάσης φύσεως; Πῶς ἐπιτρέψαμε τήν θανατηφόρο γιά τήν πατρίδα ἀλλοίωση τῆς κοινωνίας ἀπό ὀργανωμένες ὁμάδες οἱ ὁποῖες οὐδέποτε ἐπιθυμοῦσαν καί ἐπιθυμοῦν νά ἀκολουθήσουν τό «Ἕλληνες εἰσίν οἱ τῆς ἑλληνικῆς παιδείας μετέχοντες»;
Πῶς ἐπιτρέψαμε νά καταπατηθοῦν τά πανέμορφα νησιά μας ἀπό στίφη συμμοριτῶν καί μπαγάσηδων, οἱ ὁποῖοι ἀπομυζοῦν κάθε ἰκμάδα τῶν τοπικῶν κοινωνιῶν; Πῶς ἀφήσαμε τήν χώρα μας νά γίνει τόπος ξεκαθαρίσματος λογαριασμῶν τῶν συμμοριῶν τῆς ἀλλοδαπῆς; Πῶς ἐπιτρέψαμε τήν καλλιέργεια τῆς κουλτούρας τῆς χρυσῆς βίζας μέ τό ξεπούλημα τῶν κατοικιῶν μας στούς ξένους;
Πῶς φθάσαμε στό σημεῖο νά ἀποδεχόμεθα νά εἰσβάλουν στήν πολιτική παράσιτα καί κάθε λογῆς «ἀριβίστες» καί «ἀλεξιπτωτιστές»; Αὐτή τήν κοινωνία ὀνειρεύτηκαν οἱ γονεῖς καί οἱ πρόγονοί μας;
Νά τήν χαιρόμαστε, λοιπόν!