Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 24 Αὐγούστου 1924
Ὑπάρχουν, λοιπόν, ἄνθρωποι, ποῦ περιμένουν σοβαρῶς νέα ἀπό τόν Ἄρην; Καί ὅμως ὑπάρχουν! Ἐπειδή ὁ γειτονικός μας πλανήτης μᾶς ἐπλησίασε προχθές εἰς ἀπόστασιν τριαντατεσσάρων μόνον ἑκατομμυρίων μιλλίων, φαντάζονται, ὅτι θά ἐνδιαφερθῇ, εἰς τό πέρασμά του, νά πληροφορηθῇ περί τῆς καλῆς μας ὑγείας καί νά μᾶς πληροφορήσῃ, ὅτι καί αὐτός, δόξα τῷ Θεῷ, καλῶς ὑγιαίνει.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔχουν, ὁπωσδήποτε, τήν λογικήν των καί τήν αἰσθηματολογίαν των. Οἱ Ἄρειοι –σκέπτονται– θά εἶνε, βεβαίως, περισσότερον προωδευμένοι ἀπό ἐμᾶς, ἐφ’ ὅσον ὁ πολιτισμός των εἶνε ἀρχαιότερος ἀπό τόν ἰδικόν μας. Θά ἔχουν, ἑπομένως, ὅλα τά μέσα νά ἐπικοινωνήσουν μαζῆ μας, ποῦ δέν τά ἀποκτήσαμεν ἀκόμη ἐμεῖς. Διατί νά μήν τό κάμνουν, λοιπόν, μία φορά, ποῦ εὑρέθηκαν στή γειτονιά μας; Ἐμεῖς, τοὐλάχιστον, εἰς τήν θέσιν των θά τό ἐκάμναμεν. Ἀλλά πῶς; Ἐμεῖς οἱ δυστυχεῖς δέν κατορθώνομεν νά συνεννοηθῶμεν μέ τά τηλέφωνά μας, οὔτε ἐντός τῆς πόλεως!
Πολύ σωστά! Κανείς δέν ἀμφισβητεῖ, ὅτι οἱ Ἄρειοι εἶνε περισσότερον προοδευμένοι ἀπό τούς κατοίκους τῆς Γῆς –πρᾶγμα ὄχι καί πολύ δύσκολον, ἐπί τέλους– καί ὅτι ἔχουν ὅλα τά μέσα νά μᾶς στείλουν τά χαιρετίσματά των. Γεννᾶται ὅμως τό ζήτημα: Σκοτίζονται ἄραγε οἱ ἄνθρωποι νά λάβουν τόν σχετικόν κόπον; Ἔχουν τήν ὄρεξιν ν’ ἀνάβουν τεραστίας πυρκαϊάς διά νά μᾶς ὁμιλήσουν μέ τήν γλῶσσαν τῶν φωτεινῶν σημάτων; Ἔχουν καιρόν νά χάνουν εἰς τούς ἀσυρματικούς των σταθμούς, διά νά μᾶς διαβιβάζουν ραδιογραφήματα, εἰς τά ὁποῖα γνωρίζουν πολύ καλά, ὅτι δέν θά λάβουν καμμιάν ἀπάντησιν, ἔστω καί μέ παρεμβολάς; Καί τό κάτω-κάτω τῆς γραφῆς, ἀφοῦ γνωρίζουν τά χάλια μας –διότι εἶνε ἀδύνατον νά μήν τά γνωρίζουν– ἠμποροῦν νά ἔχουν κανένα ἐνδιαφέρον διά τήν ὕπαρξίν μας; Ἐκτός ἄν εὑρίσκωνται εἰς χειρότερα χάλια ἀπό τά δικά μας. Ἀλλά τότε, ὅση καλή θέλησις καί ἄν ὑπάρχῃ ἀπό τά δύο μέρη, κάθε συνεννόησις εἶνε ἀδύνατος.
Ἄς τό πάρωμεν, λοιπόν, ἀπόφασιν! Ἤ τό ἕνα συμβαίνει ἤ τό ἄλλο, οὔτε ἐμεῖς θά μάθωμεν ποτέ τί συμβαίνει εἰς τόν Ἄρην, οὔτε εἰς τόν Ἄρην θά μάθουν τί συμβαίνει εἰς τήν Γῆν. Καί εἶνε τό καλλίτερον ποῦ μπορεῖ νά γίνῃ. Εὐτυχής εἶνε ὁ θνητός, ποῦ δέν ἐνδιαφέρεται τί κάνει ὁ γείτονάς του καί ἔχει ταυτοχρόνως τήν βεβαιότητα, ὅτι καί ὁ γείτονάς του δέν ἐνδιαφέρεται τί κάνει αὐτός. ᾙ «ἔγνοιες γερνοῦν τόν ἄνθρωπον». ᾙ ξένες ἔγνοιες ἀκόμη περισσότερον.
Ἄς ἀφίσωμεν, λοιπόν, τόν Ἄρην εἰς τήν ἡσυχίαν του. Ἐπί τέλους, μᾶς ἀρκεῖ ἡ ἀμυδρά ἐλπίς, ὅτι, μετά θάνατον, εἶνε ἐνδεχόμενον νά φθάσωμεν ἕως ἐκεῖ, ὅπως μᾶς ἀρκεῖ ἡ διασκέδασις, ὅτι πέφτομεν κάποτε εἰς τόν κόσμον αὐτόν ἀπό τόν Ἄρην, ἀκόμη καί ὅταν ὁ Ἄρης δέν εὑρίσκεται πλησίον τῆς Γῆς εἰς τήν μηδαμινήν ἀπόστασιν τῶν 34,000,000 μιλίων, ποῦ εὑρέθη χθές τήν νύκτα.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ