Πάντα ἀγαποῦσα τόν Σεπτέμβριο.
Τόν ἀγαποῦσα ἐπειδή τελείωνε τό καλοκαίρι καί μπαίναμε στήν «κανονικότητα». Ἔληγε ἡ 15θήμερη ἄδεια τοῦ πατέρα καί ἐπιστρέφαμε ἀπό τίς διακοπές, πού τίς περνούσαμε εἴτε στήν Σαλαμῖνα εἴτε στό Τολό. Ὁ πατέρας ἐπέστρεφε στήν ἐργασία του, στά ἰατρεῖα, καί ἡ μητέρα στό σχολεῖο.
Μοῦ ἄρεσε νά μετέχω στήν προετοιμασία τῆς νέας σχολικῆς περιόδου. Τό σχολεῖο «φρεσκαριζόταν» κι ἐγώ, μέ ἕνα πινέλο, ἔβαφα συνεχῶς θρανία. Πράσινο, κυπαρισσί χρῶμα ὅλες οἱ ἐπιφάνειες καί μαῦρο μόνο τά «πόδια».
Ἀπό μικρός μάθαινα καί τό «στοκάρισμα», ὥστε νά καλυφθοῦν οἱ τρύπες πού εἶχαν ἀνοίξει οἱ μαθητές. Στόκος καί τήν ἑπομένη τρίψιμο μέ τό «γυαλόχαρτο». Ὁ πατέρας μας ἐπέμενε νά μετέχουμε καί ἐμεῖς ,τά παιδιά, στίς ἐργασίες, «γιά νά μαθαίνουμε».
Ἔκτοτε, ἔμαθα νά στοκάρω, νά βάφω, νά χρησιμοποιῶ τό σκαρπέλο, τήν τανάλια, τήν πένσα, τό σφυρί. Παρακολουθοῦσα μέ ἐπιμέλεια τούς ἐλαιοχρωμαστιστές νά ἁπλώνουν τό λευκό «πλαστικό» στούς τοίχους καί μοῦ ἄρεσε ἡ ὀσμή τῆς φρεσκοβαμμένης ἐπιφάνειας. Κι ὕστερα, ἐρχόταν ἡ ὥρα τῆς ἀλλαγῆς τῶν σπασμένων ὑαλοπινάκων, πού εἶχαν πέσει θύματα τῆς μπάλλας, πού ἔπαιζαν τά παιδιά (κι ἐγώ μαζί) στόν δρόμο ἤ ἔσπαζαν ἀπό τόν «πετροπόλεμο».
Κι ἐδῶ στόκος καί δουλειά προσεκτική μέ τήν «σπάτουλα». Αἰσθανόμουν εὐτυχία ὅταν ὁ «τζαμᾶς», ὁ Ἀλικαρίδης, ἔλεγε ὅτι «αὐτό δέν θέλει μερεμέτια»! Ἀκολουθοῦσε τό καθάρισμα τῆς αὐλῆς καί ἡ χάραξη τῶν «γραμμῶν» γιά τήν παράταξη τῆς πρωινῆς προσευχῆς καί τῆς Γυμναστικῆς. Γοητευόμουν μέ τίς λευκές γραμμές τοῦ ἀσβέστη ἐπάνω στήν φρεσκοστρωμένη ἄσφαλτο. Τό πρῶτο δεκαήμερο τοῦ Σεπτεμβρίου τό περνοῦσα κάνοντας τόν «παραγυιό». Σήμερα, αἰσθάνομαι εὐγνώμων πρός τόν πατέρα μας, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι «δέν τό κάνουμε γιά οἰκονομία, ἀλλά γιά νά μάθουμε νά πιάνουν τά χέρια μας». Σήμερα πιστεύω ὅτι τό κάναμε καί γιά τά δύο!
Ἀγαπῶ τόν Σεπτέμβριο γιατί ἦταν ὁ καιρός πού ξανανταμώναμε, οἱ συμμαθητές (καί οἱ συμμαθήτριες), καί ξαναρχίζαμε τό ποδόσφαιρο, τά «γκαζάκια» καί τούς «βώλους». Δέν θυμᾶμαι νά εἶχα καινούργια τσάντα. Μοῦ εἶχε φέρει ἀπό τήν Ἀγγλία ἡ θεία μου μιά δερμάτινη, πού τήν περνοῦσα στούς ὤμους. Μέ αὐτήν τελείωσα ὅλο τό Δημοτικό. Στό Γυμνάσιο, μοῦ ἀγόρασαν μιά μεγαλύτερη, πού χωροῦσε ὅλα τά βιβλία τά ὁποῖα ἔπρεπε, ὑποχρεωτικῶς, νά ἔχουμε μαζί μας κάθε μέρα. Καί δέν ἦταν λίγα!
Μοῦ ἄρεσε ἐπίσης ὁ Σεπτέμβριος γιατί καταλάβαινα τήν ἀξία τοῦ καλοκαιριοῦ, ἀφοῦ κόβονταν «μαχαίρι» τά μπάνια. Ἀργότερα, ὅταν ἔκανα οἰκογένεια, ἐπιλέξαμε τόν Σεπτέμβριο ὡς μῆνα διακοπῶν.
Μέχρι τό παιδί νά πάει σχολεῖο, κάναμε διακοπές «τόν καιρό πού ἔφευγε ὁ πολύς κόσμος». Τίς ἀπολαμβάναμε, καθώς ἡ παραλία ἦταν σχεδόν μόνο γιά ἐμᾶς καί οἱ μαγαζάτορες μᾶς πρόσεχαν ἰδιαίτερα.
Ὅταν, μικρός, εἶδα, μέ τήν ἀδελφή μας, τήν ταινία «Come September», πού στήν Ἑλλάδα προεβλήθη μέ τόν τίτλο «Ραντεβοῦ κάθε Σεπτέμβρη», ἀγάπησα τό μουσικό της θέμα.
Στήν ταινία πρωταγωνιστοῦσαν ὁ Ρόκ Χάντσον καί ἡ Τζίνα Λολομπρίντζιτα καί τό «θέμα» τό ἑρμήνευε ὁ Μπόμπι Ντάριν μέ τήν ὀρχήστρα του.
Ἀργότερα, ὅταν παίζαμε ἐπαγγελματικά μέ τό συγκρότημα, ἀρχίζαμε πάντα μέ τό συγκεκριμένο κομμάτι. «Μά, τί τοῦ βρίσκεις; Τόσα καλύτερα ὑπάρχουν» μοῦ ἔλεγαν τά μέλη τῆς ὀρχήστρας. Δέν ἀπαντοῦσα, ἀλλά μέσα μου γνώριζα καλά ὅτι ὁ Σεπτέμβριος ἦταν «ὁ μῆνας μου»…