ΠΡΙΝ ἀπό 28 χρόνια ἔγραψα ἄρθρο στό περιοδικό ΕΠΙΚΕΝΤΡΑ (Μάρτιος 1991), ἀποσπάσματα τοῦ ὁποίου παραθέτω στή συνέχεια:
«… Σήμερα, ἡ κάθε κυβέρνηση μπορεῖ νά προχωρήσει ἀνεμπόδιστη στήν ἐφαρμογή μίας πολιτικῆς πλειοδοσίας παροχῶν, ἀρκεῖ νά συγκεντρώνει τό ἥμισυ πλέον τοῦ ἀριθμοῦ τῶν βουλευτῶν. Στήν πολιτική αὐτή, ὅλα τά ἐμπλεκόμενα ἀτομικά συμφέροντα (πολιτικῶν, κρατικῶν γραφειοκρατῶν, ὁμάδων εἰδικῶν συμφερόντων) πιέζουν πρός τήν ἴδια κατεύθυνση καί σέ βάρος τῶν παραγωγικῶς ἐργαζομένων, τῶν δημιουργῶν πλούτου, ἐνῶ σέ μία ἐλεύθερη, ἀνταγωνιστική οἰκονομία τά διάφορα ἀτομικά συμφέροντα δροῦν πρός ἀντίθετες κατευθύνσεις καί τείνουν πρός ἐξισορρόπηση.
Ἐπειδή ἡ πολιτική τῆς πλειοδοσίας παροχῶν στηρίζεται στήν δυνατότητα τῶν κυβερνήσεων νά ἐπιβάλλουν φόρους ἀμέσως (μέ φορολογία εἰσοδήματος, περιουσίας καί οἰκονομικῶν συναλλαγῶν) καί ἐμμέσως (μέσω πληθωρισμοῦ), ἡ θεραπεία πρέπει νά ἑστιάσει σέ αὐτό τό σημεῖο. Εἶναι, μάλιστα, ἀπορίας ἄξιο τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ ἀπό μακροῦ χρόνου ἔχουν τεθεῖ ἀποτελεσματικοί συνταγματικοί περιορισμοί στήν δυνατότητα τῶν ἑκάστοτε ἀσκούντων τήν κρατική ἐξουσία νά παρεμβαίνουν στήν προσωπική ἐλευθερία, στό ἄσυλο τῆς κατοικίας, στήν μετακίνηση, στήν ἐλευθερία σκέψης καί λόγου καί σέ διάφορα ἄλλα θέματα, ἔχει παραμείνει ἀνεμπόδιστη ἡ κυβερνητική δυνατότητα νά παρεμβαίνει κατά βούληση σέ θέματα περιουσίας καί οἰκονομικῆς δραστηριότητας τῶν ἄτυχων «ὑπηκόων» καί, μέσω τῆς φορολογικῆς πολιτικῆς, νά ἀνατρέπει κυριολεκτικά τήν οἰκονομική κατάστασή τους, νά ἐξουδετερώνει συχνά τίς προσπάθειες μίας ὁλόκληρης ζωῆς καί νά τούς ὁδηγεῖ σέ ἀπόγνωση.
Αὐτό, ἑπομένως, πού πρέπει νά κάνουμε στήν ἑκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία εἶναι ὅ,τι ἔκανε στό παρελθόν ἡ Βουλή στή μοναρχία: καθιέρωση καί αὐστηρή ἐφαρμογή ἀποτελεσματικῶν συνταγματικῶν περιορισμῶν στήν οἰκονομική καί, εἰδικότερα, στή φορολογική πολιτική τῶν κυβερνήσεων».
Στό ἄρθρο αὐτό παρέθετα ἐνδεικτικά ὁρισμένους συνταγματικούς περιορισμούς δημοσιονομικῆς φύσεως, ὅπως: ὑποχρέωση ὑποβολῆς ἰσοσκελισμένων προϋπολογισμῶν, περιορισμός τοῦ φόρου εἰσοδήματος σέ ἕνα ποσοστό ἐπί τοῦ βεβαιωμένου εἰσοδήματος κάθε φορολογουμένου, περιορισμός τῶν δημοσίων ἐσόδων ὡς ποσοστό ἐπί τοῦ ΑΕΠ, περιορισμός τῶν δυνατοτήτων δανεισμοῦ τοῦ κράτους σέ ἕνα ποσοστό ἐπί τῶν ἐτησίων δημοσίων ἐσόδων.
Καί τό ἄρθρο κατέληγε: «[…] Γιά δύο, ὅμως, πράγματα μπορεῖ νά ὑπάρχει βεβαιότητα: Πρῶτον, ὅτι οἱ πολιτικοί θά ταχθοῦν ἐναντίον τέτοιων συνταγματικῶν διατάξεων πού θά περιορίζουν τήν δράση τους, μέχρις ὅτου ὑπάρξει μία σαφής ἐκδήλωση τῆς κοινῆς γνώμης ὑπέρ αὐτῶν. Τό μακρύ καί ἐπίπονο ἔργο διαφωτισμοῦ τῆς κοινῆς γνώμης δέν εἶναι ἔργο τῶν πολιτικῶν ἀλλά, ὅπως ἔχει πεῖ ὁ F.A.Hayek, “εἶναι ἔργο τῶν διανοουμένων νά καταστήσουν πολιτικῶς ἐφικτό τό ἐπιθυμητό καί σήμερα φαινομενικά ἀνέφικτο”. Δεύτερον, τέτοιοι συνταγματικοί περιορισμοί εἶναι ἀναγκαῖοι γιά νά ἐμποδίσουν τήν μεταφορά ὠφελημάτων ἀπό τίς μεγάλες μᾶζες ἀνοργάνωτων ἀτόμων στίς ὀλιγάριθμες ἀλλά ὀργανωμένες ὁμάδες πίεσης καί ἀπό τίς μέλλουσες γενεές στούς παρόντες ψηφοφόρους.»
Σχεδόν τρεῖς δεκαετίες μετά, ἡ καταστρεπτική πολιτική ὑπερφορολόγησης πού ἐφαρμόζει χάριν πελατειακῶν σχέσεων ἡ κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ἀποτελεῖ πλήρη, νομίζω, ἐπιβεβαίωση τῆς ἀνάγκης «νά προσδεθεῖ ὁ Ὀδυσσέας στό κατάρτι τοῦ πλοίου γιά νά ἀποφύγει τούς πειρασμούς τῶν Σειρήνων», νά θεσπισθοῦν δηλ. συνταγματικοί περιορισμοί δημοσιονομικῆς φύσεως.
*Νομικός – Οἰκονομολόγος
email: [email protected]