Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 30 Δεκεμβρίου 1918
-Τώρα, ἐπί τέλους, ἠμπορεῖ καί νά ἀποθάνῃ κἀνείς ἀπό γρίππην! μοῦ ἔλεγεν ὁ συναχωμένος ἄνθρωπος, ἀποξηραίνων τήν διαρρέουσαν ὕπαρξίν του ὑπό τόν χθεσινόν ἐξαφνικόν ἥλιον. Θά ἀποθάνῃ τοὐλάχιστον μέσα εἰς τό φῶς.
Ὁ συναχωμένος ἄνθρωπος ἦτο γνήσιος Ἕλλην καί κατ’ εὐθεῖαν ἀπόγονος τῶν φωτοχαρῶν ἐκείνων ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι παρεκάλουν τόν Δία, εἰς τόν χορόν τῆς ἀρχαίας τραγῳδίας, νά «δώσῃ αἴθρην», δηλαδή λιακάδαν, διά ν’ ἀποθάνουν μέσα εἰς τό φῶς. Καί ἀνεστέναξεν, ὡς ἐν ἐπῳδῷ:
Ἐν δέ φάει καί ἄλεσσον.
Ὁ ἄνθρωπος, κατά πᾶσαν πιθανότητα, δέν ἐπρόκειτο νά ἀποθάνῃ ἐκ τῆς καλοηθεστάτης καταρροῆς του. Ἀλλά, καί ὅταν ἀκόμη δέν προκηται κἀνείς ν’ ἀποθάνῃ, δικαιοῦται νά ἔχῃ ἀκαδημαϊκήν γνώμην περί τοῦ καταλληλοτέρου πλαισίου τοῦ θανάτου του.
-Τί τά θέλεις; ἐξηκολούθησε. Δέν εἴμαστε συνειθισμένοι, ἀδελφέ μου, νά πεθαίνωμεν μέσα στή βροχή καί μέσα στήν ὁμίχλη. Αὐτό εἶνε δύο φορές θάνατος. Καί πρέπει νά ὁμολογήσῃς, ὅτι αἱ χιλιάδες θνητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐτελεύτησαν κατά τούς τελευταίους μῆνας, δέν ἀπέθαναν καθόλου Ἑλληνοπρεπῶς.
-Ἀλλά καί ὅσοι ἔζησαν μήπως ἔζησαν Ἑλληνοπρεπῶς; τοῦ εἶπα; Εἶνε ζωή ἄραγε νά ζῇς διαρκῶς μέσα εἰς τήν ὁμίχλην; Τό πρᾶγμα ἠμπορεῖ νά εἶνε ποιητικόν, ἠμπορεῖ νά εἶνε ζωγραφικόν, ἠμπορεῖ νά βελτιώνῃ τό σχέδιον τῆς πόλεως καί νά δίδῃ κάποιον ρυθμόν εἰς μίαν πρωτεύουσαν ποῦ δέν ἔχει κανένα. Ἠμπορεῖ νά σκεπάζῃ μέ εὐλαβῆ πέπλα τήν γυμνήν ἀσχήμιαν τῶν μελῶν τῆς πόλεως, ὅπως ἐκάλυψαν οἱ υἱοί τοῦ Νῶε τήν γυμνότητα τῶν γηραλέων μελῶν τοῦ πατρός των. Ὅλα αὐτά εἶνε πιθανά καί δέν ἔχω κανένα λόγον νά διαφωνήσω πρός τόν φίλον ποιητήν, ὁ ὁποῖος ἔκαμεν ἐσχάτως μίαν ὡραίαν ἀπολογίαν τῆς Ἀθηναϊκῆς ὁμίχλης. Ἀλλ’ ὀφείλω νά ὁμολογήσω ὅτι διά κάθε φαγητόν ὑπάρχει καί εἰδική σάλτσα. Καί, ἄν τό Λονδῖνον τρώγεται μέ σάλτσαν ὁμίχλης, αἱ Ἀθῆναι δέν τρώγονται ὡρισμένως.
Ὁ συναχωμένος ἄνθρωπος δέν εἶχε, φυσικά, καμμίαν ἀντίρρησιν. Ἀλλ’ οὔτε κανείς ἄλλος ἀπό τήν παρέαν. Ἕνας Ἀττικοπρεπέστατος γάϊδαρος, βόσκων εἰς τό γειτονικόν γρασίδι, συνεφώνησε καί αὐτός ἀπολύτως.
Συνεφώνησαν ἀκόμη ἕνας σκύλος, ξαπλωμένος μακαριώτατα εἰς τόν αὐλόγυρον, ἕνας μαῦρος γάτος κουλουριασμένος ἐπάνω εἰς τήν ἡλιόλουστην πεζούλαν, ἕνας σπουργίτης λικνιζόμενος εἰς τό κλαδί τῆς γειτονικῆς ἀκακίας, μία κόττα κρατοῦσα εἰς τό ράμφος της ἕνα σκουληκάκι, πού εἶχε ψαρεύσει ἀπό τό γειτονικόν ἕλος, καί δέν ἔχω ἀμφιβολίαν ὅτι συνεφώνησεν ἐπίσης καί αὐτό τό σκουληκάκι ἀκόμη, τό ὁποῖον ἀπέθνησκεν Ἑλληνοπρεπέστατα μέσα εἰς μίαν ἀκτῖνα ἡλίου.
Ὁ μέγας Ἥλιος κατεγίνετο ἐν τῷ μεταξύ ν’ ἀποξηράνῃ τόν συναχωμένον ἄνθρωπον καί νά τόν θεραπεύσῃ ἀπό τά δεινά του. Καί ὁ συναχωμένος ἄνθρωπος ἦταν ἀπολύτως πεπεισμένος ὅτι ὁ Ἥλιος ἐξεπλήρωνε κατά τήν στιγμήν αὐτήν τήν μεγαλειτέραν ἀποστολήν του. Διότι, ἐπί τέλους, διατί ἐδημιουργήθη τό περίφημον αὐτό ἄστρον τῆς ἡμέρας; Ἡ πτωχή μου γειτόνισσα, ἡ ὁποία, μόλις τόν ἀντίκρυσε χθές τό πρωΐ εἰς τό στερέωμα, ἔσπευσε νά βάλῃ μπουγάδαν, εἶνε καί αὐτή ἀπολύτως πεπεισμένη ὅτι ὁ καλός Θεός ἐδημιούργησε τόν Ἥλιον διά νά στεγνώνῃ τά ροῦχα τῶν νοικοκυράδων. Ἐάν δέ ἡ ἀγαθωτάτη γραῖα εἶχεν ἀναγνώσει τούς ἀρχαίους τραγικούς, περί τῶν ὁποίων τόσος λόγος γίνεται τάς ἡμέρας αὐτάς, εἶμαι βέβαιος ὅτι, παρῳδοῦσα τούς ἀρχαίους στίχους, μέ τήν νέαν της πίστιν, θά προσεφώνει τόν Δία κατά τήν ἐπιθυμίαν της καί τήν ψυχήν της:
Ζεῦ πάτερ, δός αἴθρην,
Δός δ’ ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι
Ἐν δέ φάει καί… ἅπλωσον.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ