Ἡ Ἔμυ Πανάγου εἶναι μιά ἀπό τίς πλέον διακεκριμένες δημοσιογράφους τοῦ λεγόμενου «πολιτιστικοῦ» ρεπορτάζ. Μέ θητεία σέ μεγάλες ἐφημερίδες, τηλεόραση καί ραδιόφωνο.
Μέ συνεντεύξεις ἀπό πολύ μεγάλα ὀνόματα τοῦ παγκοσμίου πολιτιστικοῦ χάρτη καί πένα «τσουχτερή», πού δέν χαριζόταν «οὔτε στή μάνα της τήν ἴδια». Προχθές, εἶδα μιά ἀνάρτησή της στά μέσα κοινωνικῆς δικτυώσεως καί τήν μεταφέρω αὐτούσια, ἀφοῦ συμφωνῶ μαζί της ἀπολύτως!
«Τί συμβαίνει μέ τό Ὠδεῖο Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ; Εἶναι κάποια χρόνια τώρα, πού τό ρωμαϊκό αὐτό θέατρο παγκοσμίου φήμης καί αἴγλης ἔχει μετατραπεῖ σέ ἐμπόριο λαϊκῆς πίστας, καλοκαιρινό χῶρο ἀναψυχῆς, εὐτυχῶς χωρίς πορτοκαλάδες, σάμαλι, παστέλι, κώκ…
Αὐτός ὁ ἱερός χῶρος δοξάστηκε μέ ἀστέρια καί καλλιτέχνες διεθνοῦς ἐμβέλειας, ὅπως οἱ Κάραγιαν, Νουρέγιεφ, Μπεζάρ, Πῖνα Μπάους, ἀπό τίς μεγαλύτερες συμφωνικές ὀρχῆστρες τοῦ κόσμου, καθώς καί ὄπερες καί θεατρικά συγκροτήματα, καί ἡ φήμη του εἶχε φθάσει νά συγκρίνεται μέ αὐτήν τοῦ Βαγκνερικοῦ Μπαϊρόιτ. Καί, φυσικά, κανείς ἀπό τούς ἑκάστοτε ἁρμοδίους τοῦ Φεστιβάλ Ἀθηνῶν δέν εἶχε διανοηθεῖ ποτέ νά δώσει τό Ἡρώδειο, οὔτε κἄν σέ διάσημους ξένους τραγουδιστές, ὅπως ἡ Ἔλλα Φιτζέραλντ, ἡ Τόαν Μπαέζ, χαρακτηριστικά τό ἀναφέρω, αὐτοῦ τοῦ βεληνεκοῦς.
Ὑπῆρχε τό θέατρο τοῦ Λυκαβηττοῦ, καί πολύ σωστά.
Τά γράφω ὅλα αὐτά, γιατί περισσότερο ἀπ’ ὅλα μοῦ χτύπησε καμπανάκι, μόλις πληροφορήθηκα τήν ἐμφάνιση τοῦ Κωνσταντίνου Ἀργυροῦ, κάτω ἀπό τόν Ἱερό Βράχο τῆς Ἀκρόπολης. Καλός λαϊκός τραγουδιστής ὁ τύπος, ἄντε καί ὡραῖος “γκόμενος”. Ἀλλά φτάνουν αὐτά; Μέ ποιές περγαμηνές, ἀκόμη δέν ξεπετάχτηκε ἀπό τό αὐγό του; Καί ποιός τοῦ δίνει τό δικαίωμα νά γράψει στό βιογραφικό του σημείωμα: Ἐμφάνιση στό Ἡρώδειο, Ὀκτώβριος τοῦ 2024;
Αὐτή εἶναι ἡ πολιτιστική καί πνευματική κουλτούρα, πού διαθέτουμε ὡς χώρα, πού γνωρίζει νά ξεχωρίζει τήν ποιότητα; Πᾶμε χαμένοι τότε! Δέν συνεχίζω. Γιατί ἔχω θυμώσει πολύ!»…
Ἐπιτρέψτε μου νά ἀναφερθῶ στό ὕφος καί τόν τόνο τῆς φωνῆς τοῦ Φράνκο Τζεφιρέλι, ὅταν σκηνοθετοῦσε τούς «Παλιάτσους» τοῦ Λεονκαβάλο στό Ἡρώδειο. Ἡ συγκίνησή του ἦταν περισσότερο ἐμφανής ὅταν μιλούσαμε καί μοῦ ἔλεγε ὅτι δέν ἔχει ποτέ ἄλλοτε αἰσθανθεῖ τήν δόνηση πού προκαλεῖ ἡ αἴσθηση τοῦ Παρθενῶνα ἐπάνω ἀπό τήν ὀρχήστρα τοῦ Ἡρωδείου. Καί αὐτή του τήν αἴσθηση προσπάθησε -καί πέτυχε- νά περάσει στούς καλλιτέχνες πού σκηνοθετοῦσε, ὁ μεγάλος αὐτός δάσκαλος τοῦ κινηματογράφου καί τῆς ὄπερας.
Κανείς, φυσικά, δέν μπορεῖ νά πεῖ «ὄχι» σέ ἄλλα, ἐλαφρότερα εἴδη τέχνης. Περί ὀρέξεως, οὐδείς λόγος, ἀλλά πρέπει νά ὑπάρχουν κάποιες «συντεταγμένες». Δέν εἶναι σωστό, χῶροι πού πρέπει νά διατηρηθοῦν ὡς κιβωτοί πολιτισμοῦ νά μεταβάλλονται σέ «μῦλο πού ὅλα τά ἀλέθει». Μέχρι καί… μερακλωμένο ὑποψήφιο πρόεδρο κόμματος εἴδαμε νά χορεύει «ζεϊμπέκικο» στήν… «πίστα» τοῦ Ἡρωδείου ἐφέτος! Ὅπως ἔχει ἤδη «πειραχτεῖ» καί ἡ Ἐπίδαυρος, πού μέχρι καί… λεωφορεῖο παρκάρισε κάποιος ἀπό τούς σύγχρονους «αἱρετικούς» σκηνοθέτες στήν ὀρχήστρα τοῦ ἀρχαίου θεάτρου.
Κάποια στιγμή καλό θά εἶναι νά πάψει νά ἀκούγεται τό «παραμύθι» πού λέει ὅτι καί ὁ Ἀριστοφάνης, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Ευρυπίδης, ὁ Αἰσχύλος, ἦταν «αἱρετικοί» γιά τήν ἐποχή τους.
Καί βέβαια ἦταν, ἀλλά τήν δική τους ἐποχή παρουσιάζουν στά ἔργα τους. Ποιός εἶπε ὅτι θέλουμε νά ξεχάσουμε τήν Ἱστορία;