Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 24 Ὀκτωβρίου 1924
Ὁ διευθυντής μιᾶς ἐφημερίδος ἐδέχθη, προχθές, τήν ἐπίσκεψιν ἑνός πτωχοῦ διαβόλου, ἀρκετά γνωστοῦ του, ὥστε νά μή μαντεύσῃ τόν μεγαλοπρεπῆ σκοπόν τῆς ἐπισκέψεώς του.
-Τί συμβαίνει; τοῦ εἶπεν.
-Ἐπιθυμῶ νά καταθέσω πεντακόσιας δραχμάς, ἀντί ἀνθέων, εἰς τόν νεκρόν τοῦ μακαρίτη τοῦ ἀδελφοῦ μου! ἀπήντησεν μέ τραγικήν μεγαλοπρέπειαν ὁ πτωχός διάβολος.
Ὁ διευθυντής τῆς ἐφημερίδος τόν ἐκύτταξεν ἀπό κεφαλῆς μέχρι ποδῶν.
-Πεντακόσες δραχμές; Ἐτραύλισε. Νά καταθέσῃς πεντακόσες δραχμές, Ἐσύ; Σοῦ περισσεύουν, λοιπόν, πεντακόσες δραχμές, διά νά τάς καταθέσῃς ἀντί ἀνθέων; Ὡρισμένως, θά βούτηξες κανένα ταμεῖον!
-Δέν ἐβούτηξα κανένα ταμεῖον, κύριε! ἐξήγησε, μέ συντριβήν, ὁ πτωχός διάβολος. Ὁ μακαρίτης ὁ ἀδελφός μου, ὅμως, κάτι μοῦ ἄφησε, κι’ ἀπ’ αὐτά, βλέπετε…
-Σοῦ ἄφησε πολλά; τόν ἐρώτησεν ὁ διευθυντής τῆς ἐφημερίδος.
-Τρεῖς-τέσσαρες χιλιαδοῦλες… ἐμουρμούρισεν ὁ πτωχός διάβολος.
-Κι’ ἀπ’ αὐτές, δυστυχισμένε, θέλεις νά δώσῃς τῇς πεντακόσες;
-Γιά τή μνήμη του, κύριε. Θέλω νά δώσω σέ κάποιο ἄσυλο, γιά νά τόν μνημονεύουν…
Ὁ διευθυντής τῆς ἐφημερίδος τοῦ ἐξήγησεν, ὅτι, ἄν ἐπρόκειτο νά μνημονεύωνται ὅσοι ἀφίνουν στά ἄσυλα μερικά ἑκατοστάρικα, ἀντί ἀνθέων, δέν θά ἔφθαναν ὅλαι αἱ ἡμέραι τοῦ χρόνου διά τήν ἁπλῆν ἀπαγγελίαν τῶν ὀνομάτων των.
-Ὥστε, νά μή καταθέσω; Ἐρώτησεν ὁ πτωχός ὁ διάβολος.
-Βεβαίως, νά μή κάνῃς αὐτή τήν πολυτέλεια! τοῦ εἶπεν ὁ διευθυντής τῆς ἐφημερίδος. Ἐσύ εἶσαι ἕνας ἄνθρωπος τῆς ἀνάγκης. Στερεῖσαι καί τό φαγί ἀκόμα. Καί, βέβαια, ἡ ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ σου δέν θά μείνῃ εὐχαριστημένη νά σέ βλέπῃ, ἀποκεῖ ἐπάνω, νά πεινᾶς καί νά μοιράζῃς τά λίγα λεφτάκια, ποῦ σοῦ ἄφησεν, «ἀντί ἀνθέων».
Ὁ πτωχός διάβολος ὅμως ἐπέμενε νά τιμήσῃ τήν μνήμην τοῦ ἀδελφοῦ του.
-Ὅπως καί νά εἶνε, κάτι πρέπει νά κάνω, εἶπε, γιά τή μνήμη τοῦ καλοῦ αὐτοῦ ἀδελφοῦ! Δέ γίνεται…
Πρό τῆς ἐπιμονῆς του αὐτῆς, ὁ δημοσιογράφος ἐπενόησεν ἕνα πρωτότυπον πράγματι σχέδιον συμβιβασμοῦ τῶν πραγμάτων, οὕτως ὥστε ἡ μνήμη τοῦ νεκροῦ νά τιμηθῇ, ὄχι μόνον μέ τό ἀζημίωτον τοῦ εὐλαβοῦς ἀδελφοῦ, ἀλλά καί κατά τρόπον ἐξαιρετικῶς εὐχάριστον εἰς τόν οὐρανίσκον του.
-Ἄκουσε νά σοῦ πῶ τί θά κάνῃς! τοῦ εἶπε. Ἐσύ ἀγαπᾶς τό καλό φαγί. Καί ὅμως, δέν τρῶς κρέας, δυστυχισμένε, οὔτε μιά φορά τήν ἑβδομάδα. Λοιπόν, θά βάλῃς τῇς πεντακόσες δραχμές στήν τσέπη σου καί θά πηγαίνῃς κάθε μέρα σ’ ἕνα καλό ξενοδοχεῖο. Θά στρώνεσαι στό τραπέζι καί θά παραγγέλῃς: Τή μιά ἡμέρα χοιρίδιο ψητό, ἀντί ἀνθέων εἰς τόν νεκρόν τοῦ ἀδελφοῦ σου. Τήν ἄλλη ἡμέρα ὀρτύκια τῆς σχάρας, εἰς μνήμην του. Τήν ἄλλη γαλόπουλο παραγεμιστό, ἀντί ἀνθέων πάλι… Καί οὕτω καθεξῆς, ἕως ὅτου τελειώσουν αἱ πεντακόσιες δραχμές. Ἔτσι καί τοῦ λόγου σου θά καλοπεράσῃς μιά φορά στή ζωή σου καί ἡ μνήμη τοῦ ἀδελφοῦ σου θά ἱκανοποιηθῇ. Ἐννόησες;
Ὁ πτωχός διάβολος, ὄχι μόνον εἶχε ἐννοήσῃ τελείως, ἀλλά καί εἶχεν ἀποδεχθῇ εὐγνωμόνως τό λαμπρόν σχέδιον.