Εὐτυχῶς πού ὑπάρχει ἡ ΕΡΤ! Ὁ Γιάννης Παπαζαχαριάκης ἐνορχήστρωσε μία σειρά τραγουδιῶν τῶν Ἀττίκ, Σουγιούλ, Γιαννίδη, Μουζάκη, Ριτσιάρδη, Γούναρη καί Γιάννη Σπάρτακου.
Ὁ μαέστρος Γιῶργος Ἀραβίδης διηύθυνε τήν ὀρχήστρα Σύγχρονης Μουσικῆς τῆς ΕΡΤ καί, ἐπί τῇ ἐπετείῳ τῶν 80 χρόνων ἀπό τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἀθήνας καί τοῦ Πειραιᾶ ἀπό τά γερμανικά στρατεύματα Κατοχῆς καί τῶν 70 χρόνων ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Ὀρχήστρας, ἀπολαύσαμε, τό βράδυ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, τήν συναυλία «Τό ἀστικό τραγούδι τῆς δεκαετίας τοῦ ’40». Ἑρμηνεῖες ἐξαιρετικές ἀπό τούς ἠθοποιούς Γιάννη Μπέζο, Τάνια Τρύπη καί Ἑλένη Καρακάση, καί τόν τραγουδιστή Μπάμπη Βελισσάριο.
Ὑπέροχη ἡ κυρία Τρύπη, ἐξαιρετική καί μπριόζα ἡ κυρία Καρακάση, πάντα ἔξοχος ὁ κύριος Μπέζος (τά λίγα, ἀλλά «σαϊτεμένα» λόγια πού εἶπε, παρουσιάζοντας τά τραγούδια τῆς Βέμπο καί τοῦ Τραϊφόρου μίλησαν στήν καρδιά τοῦ πολυπληθοῦς κοινοῦ), ἔκπληξη ἐκκωφαντική ὁ κύριος Βελισσάριος.
Τά τραγούδια ἦταν ἕνα κι ἕνα. Ἔψαξε, σκάλισε καί ἀνακάλυψε διαμαντάκια ὁ Παπαζαχαριάκης, ἔβαλε ὅλη του τήν τρυφερότητα στίς ἐνορχηστρώσεις, μᾶς χάρισε μελωδίες πού ἔχουν ξεχαστεῖ, ἀλλά πού δείχνουν τόν ἀπέραντο πλοῦτο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Φυσικά, ὅταν ἀναφερόμαστε στό «ἀστικό» τραγούδι ἐκείνων τῶν χρόνων, περιλαμβάνουμε σέ αὐτή τήν κατηγορία καί τό περίφημο «Ἀρχοντορεμπέτικο», πού τά ἐπανέφερε στήν σκηνή τό 1980 ὁ Λουκιανός Κηλαηδόνης, σέ ἐκεῖνο τό ὑπέροχο ἄλμπουμ μέ τήν Βίκυ Μοσχολιοῦ. Εὕρημα τό σχεδόν ἄγνωστο τραγούδι τοῦ Νίκου Γούναρη γιά τόν Πειραιᾶ.
Ἔτσι, ἀπολαύσαμε τήν ὑπέροχη «Ταμπακιέρα», ἀπολαύσαμε «Τό τράμ τό Τελευταῖο» καί τό «Μονοπάτι», τραγούδια ἀπολύτως λαϊκά, ἀλλά χωρίς τόν ἦχο τοῦ μπουζουκιοῦ, ἀλλά καί τό περίφημο «Θά σέ πάρω νά φύγουμε» τοῦ Σπάρτακου, πού ἔγινε παγκόσμια ἐπιτυχία ἀπό τήν ὀρχήστρα τοῦ μάγου Χαβιέρ Κούγκατ, μέ τόν τίτλο «Greek Bolero».
Ἄς θυμηθοῦμε τούς στίχους τοῦ σπουδαίου Πειραιώτη Μίμη Τραϊφόρου, πού ἔντυσε μέ τήν μουσική του ὁ Μιχάλης Σουγιούλ καί τραγούδησε ἡ Βέμπο: Ποιός τό περίμενε, στ’ ἀλήθεια, νά βγοῦν ψευτιές καί παραμύθια/ καί νά ξεχάσουν τώρα πιά τά λόγια ἐκεῖνα τους/ πού μᾶς τά λέγαν κάθε βράδυ ἀπ’ τά Λονδῖνα τους./Μά δέν πειράζει, δέν πειράζει, δέν θά τό βάλουμε μαράζι/καί δέν θά κλάψουμε, πού πάλι μᾶς ξεχάσατε/ γιατί δέν εἶν’ πρώτη φορά πού μᾶς τή σκάσατε. Καί στήν ὑγειά σας, μιά ὀκαδούλα ἐμεῖς θά πιοῦμε καί στή μικρή τήν Ἑλλαδούλα μας θά ποῦμε:/ Κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μου κι ὅσο μπορεῖς κρατήσου/ καί στά παλῃά παπούτσια σου, γράφε ὅσα λέν οἱ ἐχθροί σου./Κι ἄν μᾶς τή σκάσανε μέ μπαμπεσιά, οἱ Σύμμαχοι στή μοιρασιά/ Κάνε κουράγιο, Ἑλλάδα μου, νά μή μοῦ ἀρρωστήσῃς/ γιατί τό θέλει κι ὁ Θεός, νά ζήσῃς καί θά ζήσῃς!/Σέ κάθε χιονισμένη ράχη, σάν πολεμούσαμε μονάχοι/ὅλοι λαγούς καί πετραχήλια μᾶς ἐτάζανε/ καί μέσ’ τά μάτια μέ λατρεία μᾶς κυττάζανε./ Μά ξεχαστῆκαν ὅλα ἐκεῖνα κι ἡ Πίνδος καί ἡ Τρεμπεσίνα/ κι ἴσως μιά μέρα ἐμά πού τόσο αἷμα ἐχύσαμε/νά μᾶς καθίσουν στό σκαμνί γιατί νικήσαμε!/ Μά φυσικό θά μᾶς φανῇ κι αὐτό ἀκόμα/ καί στήν Ἑλλάδα μας θά ποῦμε μ’ ἕνα στόμα, Κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μας…/ Πιό ἐπίκαιρο, δέν γίνεται!