Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 10 Νοεμβρίου 1924
– Αὐτή ἡ πατροκτονία, τέλος πάντων, ἦτο ἐντελῶς ἀδικαιολόγητη!…, εἶπεν ἔξαφνα, ἀφίνων τήν ἐφημερίδα του, ὁ ἄγνωστος πελάτης τοῦ καφενείου. Γιά ἕξη ψωροχιλιάδες δραχμές, ἐπί τέλους…
Ἐπρόκειτο περί τοῦ ὑποδειγματικοῦ Πειραιώτου υἱοῦ, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐδάνεισε τόν πατέρα του, μέ βαρύτατον τόκον, ἕξ χιλιάδας δραχμάς, δέν ἐννοοῦσε κατ’ οὐδένα τρόπον νά δώσῃ μικράν παράτασιν ἐξοφλήσεως τοῦ χρέους πρός τόν στενοχωρημένον οἰκονομικῶς ὀφειλέτην καί πατέρα του, καί, ἐπί τέλους, ἔστερξε νά πληρωθῇ, ὅπως ὁ Σάϋλωκ, μέ μίαν λίτραν πατρικοῦ κρέατος.
-Ἀδικαιολόγητη, ἐντελῶς ἀδικαιολόγητη!… ἐξακολουθοῦσε νά ἐπαναλαμβάνῃ ὁ ἄγνωστος πελάτης.
-Παραδέχεσθε, λοιπόν, ὅτι ὑπάρχουν καί πατροκτονίαι δικαιολογημέναι; Τόν ἐρώτησαν.
-Βεβαιότατα, ὑπάρχουν! Ἐγώ, τοὐλάχιστον, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξα καί πατέρας τριῶν τέκνων, ἔχω καταστρώσει ἕνα πίνακα τῶν περιστάσεων, ὑπό τάς ὁποίας ἕνας υἱός δικαιοῦται νά φονεύσῃ τόν πατέρα του καί τήν μητέρα του.
Τό κοινόν τοῦ μικροῦ, συνοικιακοῦ καφενείου ἀναστατώθη κατά τόν πλέον εὔθυμον τρόπον.
-Ἐπιθυμεῖτε, κύριε, νά μᾶς παρουσιάσετε τόν πίνακα αὐτόν; Ἐννοεῖτε πόσον ἐνδιαφερόμεθα ὅλοι μας. Ὅσοι ἐδῶ μέσα δέν ἔχομεν γονεῖς, ἔχομεν τέκνα. Πρέπει νά γνωρίζωμεν, λοιπόν, ἄν πρέπει νά φονεύσωμεν ἤ νά φονευθοῦμε. Τόν πίνακα παρακαλοῦμεν!
Ὁ ἄγνωστος ἔβγαλε τό σημειωματάριόν του καί ἄρχισε νά τό διαβάζῃ:
«Ἕνας υἱός δικαιοῦται νά φονεύσῃ τόν πατέρα του καί τήν μητέρα του: 1όν Ὁσάκις τόν ἔφεραν εἰς τόν κόσμον μέ μίαν τρομεράν κληρονομικήν ἀσθένειαν. 2ον Ὁσάκις τόν ἔφεραν στόν κόσμον πτωχόν, ἐνῷ εἰς τήν ἐποχήν μας κανείς δέν δικαιολογεῖται νά μή κληροδοτῇ ἑκατομμύρια εἰς τά τέκνα του. 3ον Ὁσάκις οἱ γονεῖς του δυστροποῦν νά τοῦ πληρώσουν τά χρέη των (ὄχι βέβαια ἕξη ψωροχιλιάδες) ἐκ δανείου, ἐνοικίων, ἐξόδων διατροφῆς ἤ ἱματισμοῦ κτλ. Κτλ. 4ον Ὁσάκις ἐπιμένουν, εἰς τήν ἡλικίαν των, νά τεκνοποιοῦν εἰς βάρος τῆς οἰκογενειακῆς περιουσίας, παρά τάς ρητάς ἐν προκειμένῳ ἀπαγορεύσεις του. 5ον Ὁσάκις ἀρνοῦνται νά συντάξουν ἐγκαίρως τήν διαθήκην των, μολονότι ἐπανειλημμένως κληθέντες νά τό πράξουν. 6ον…
-Ὑπάρχουν λοιπόν καί ἄλλα ἄρθρα ἀκόμη; Τόν ἐρώτησεν ἡ ὁμήγυρις.
-Ὑπάρχουν καμμιά δεκαριά ἀκόμη –ἀπήντησε, διπλώνων τά γυαλιά του– δευτερευούσης ὅμως σημασίας, τά ὁποῖα παραλείπω. Ὁπωσδήποτε ἡ περίπτωσις τοῦ πατροκτόνου τοῦ Πειραιῶς δέν ὑπάγεται εἰς αὐτά. Εἴπαμεν, ὅτι γιά ἕξη ψωροχιλιάδες δέν ἄξιζε τόν κόπον νά ὑποβληθῇ τό παιδί σέ τέτοιο κόπο. Ἄν ἦσαν τοὐλάχιστον πενῆντα κ’ επάνω…
Ὕστερ’ ἀπό λίγα λεπτά σιωπηλῆς καταπλήξεως, κἄποιος ἔλαβε τήν περιέργειαν νά ζητήσῃ μερικάς πληροφορίας ἀπό τόν νομοθέτην τῆς πατροκτονίας.
-Δέν μοῦ λέτε, σᾶς παρακαλῶ, κύριε; Ἔχετε γονεῖς;
-Εἶχα, ἀλλά τούς ἐσκότωσα γιά ἕναν ἀπό τούς προεκτεθέντας λόγους.
-Ἔχετε τοὐλάχιστον τέκνα;
-Εἶχα τρία, ἀλλά τά σκότωσα πρίν μέ σκοτώσουν αὐτά.
-Καί ποῦ μένετε τώρα;
-Στό Δρομοκαΐτειον. Ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν, ὅμως, μοῦ δίνουν ἄδεια καί βγαίνω.
Εἰς τό Δρομοκαΐτειον; Ἀλλά ὁ σοφός αὐτός ἄνθρωπος ἔπρεπε νά κατοικῇ ἰσοβίως εἰς τήν Ἀκαδημίαν.