Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 18 Νοεμβρίου 1924
Τό παράδειγμα τῆς κυνικῆς πίστεως, πού ἀνέφερα προχθές, μοῦ ἐνθυμίζει τό καταπληκτικώτερον τῶν φαινομένων τοῦ εἴδους αὐτοῦ, τό ὁποῖον ἐσημειώθη πρό ὀλίγων ἐτῶν εἰς τάς Ἀθήνας καί τό ὁποῖον ἐπέρασε σχεδόν ἀπαρατήρητον, ἐνῷ θά εἶχε ὅλα τά δικαιώματα νά εἰσέλθῃ εἰς τόν ἱερόν περίβολον τῆς Τραγωδίας. Ἄς εἰσέλθῃ, τοὐλάχιστον, εἰς τήν ταπεινήν μάνδραν τοῦ χρονογραφήματος.
Πρόκειται περί ἑνός σκύλου, ὁ ὁποῖος ἀπέθανεν ἐπάνω εἰς τόν τάφον τοῦ κυρίου του. Δέν εἶνε ὁ πρῶτος βεβαίως, οὔτε θά εἶνε ὁ τελευταῖος. Ἀλλά αἱ περιστάσεις, ὑπό τάς ὁποίας ἐπραγματοποιήθη ἡ ὑψηλή αὐτή θυσία τῆς ἀγάπης εἶνε ἐντελῶς ἐξαιρετικαί καί ἀμφιβάλλω ἄν ἔχουν τό προηγούμενόν των. Τό πιστόν αὐτό ζῶον ἀνῆκεν εἰς γνωστότατον Ἀθηναῖον, ὑπηρετήσαντα, κατ’ ἐπανάληψιν, εἰς ἀνωτέρας δημοσίας θέσεις καί κάποτε, νομίζω, Νομάρχην Ἀθηνῶν. Καί τήν ἀφήγησιν τῆς τραγικῆς ἱστορίας τοῦ ζώου αὐτοῦ τήν κατέχω ἀπό τόν υἱόν τοῦ μακαρίτου, ἀξιωματικόν τοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ, ἀποθανόντα καί αὐτόν πρό ὀλίγων ἐτῶν. Εἶνε μιά ἱστορία ἁπλή, ὅπως ὅλες ᾑ ἱστορίες τοῦ ὑψηλοῦ της εἴδους, πού ἠμπορεῖ νά χωρέσῃ μέσα εἰς ὀλίγας γραμμάς, τάς ὁποίας δέν θά φροντίσω, ἐννοεῖται, νά κάμω περισσοτέρας.
Ὁ σκύλος αὐτός, λοιπόν, μετά τόν θάνατον τοῦ κυρίου του, ἔγινεν ἡ ἐπιτάφιά του πλάκα. Καί ἄν δέν ἐφρόντιζαν οἱ συγγενεῖς τοῦ νεκροῦ νά τόν ἀποσποῦν καθημερινῶς ἀπό τό προσφιλές του νεκρικόν χῶμα, πού εἶχε γίνει ἡ κλίνη του, καί νά τόν μεταφέρουν δεμένον εἰς τό σπίτι, θά εἶχεν ἀποθάνει ἀπό ἀσιτίαν ἐπάνω εἰς τήν γῆν, πού ἐσκέπαζε τόν κύριόν του. Ἀλλά τό πρᾶγμα αὐτό δέν ἠμποροῦσε νά ἐξακολουθήσῃ ἐπ’ ἄπειρον. Τό πιστόν ζῶον ἔσπαζε τά δεσμά του, ἐξέφευγεν ἀπό τήν φυλακήν του κ’ ἐξαναγύριζεν εἰς τόν τόπον τῆς λατρείας του. Καί ἦτο σπαραγμός διά τούς συγγενεῖς τοῦ νεκροῦ –δεύτερος σπαραγμός αὐτός– ἡ τραγική ἀφοσίωσις τοῦ ζώου. Ἡ ὑπόθεσις αὐτή ἔπρεπε νά τελειώσῃ μέ ἕναν ὁποιονδήποτε τρόπον.
Ἐπί τέλους, ἐδόθη ἡ εὐκαιρία. Κἄποιο μέλος τῆς οἰκογενείας ἐπρόκειτο νά ταξειδεύσῃ εἰς τήν Αἴγυπτον. Ἀνέλαβε, λοιπόν, νά παραλάβῃ μαζῆ του τό ζῶον καί νά τό ἀφήσῃ εἰς κἄποιον συγγενῆ τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ἀπό τήν Ἀλεξάνδρειαν –θά ἐμεσολάβει, ἄλλως τε, καί ἡ θεραπεία τοῦ ταξειδιοῦ, εἰς τήν ὁποίαν ἔχουν τόσην ἐμπιστοσύνην οἱ ἄνθρωποι, ἀπό τήν ἰδίαν των πεῖραν– ὁ πιστός σκύλος δέν θά ἠμποροῦσε, βέβαια, νά ταξειδεύσῃ εἰς τάς Ἀθήνας διά νά ξαναγυρίσῃ εἰς τόν τάφον τοῦ κυρίου του. Καί τό σχέδιον ἐπραγματοποιήθη. Μετά μιάν ἑβδομάδα, ὁ ἐρωτευμένος αὐτός ἑνός τάφου ἔπλεε, περίλυπος, πρός τήν γῆν τῆς τραγικῆς του ἐξορίας…
Πρίν περάσῃ ὅμως ἕνας μῆνας, οἱ συγγενεῖς τοῦ νεκροῦ, μεταβάντες, ἕνα πρωί Σαββάτου, νά καταθέσουν τά ἄνθη τῆς εὐλαβείας των εἰς τόν τάφον τοῦ μακαρίτου, εὕρηκαν ἐπάνω εἰς τό νεκρικόν χῶμα τό πτῶμα ἑνός σκύλου. Ἦτο τό πτῶμα τοῦ ἐξορίστου.
Πῶς ἐδραπέτευσε τό θλιβερόν ζῶον ἀπό τήν γῆν τῆς ἐξορίας του; Πῶς ἐταξείδευσε μέχρι τῶν Ἀθηνῶν; Μέ ποῖον τρόπον εὑρῆκε τόν δρόμον του, διά μέσου ὀρέων καί θαλασσῶν, διά νά φθάσῃ εἰς τόν βωμόν τῆς τραγικῆς του λατρείας; Ποῖος νοῦς τοῦ ἔγινεν ὁδηγός διά μίαν τέτοιαν ἀπόφασιν καί τήν ἐκτέλεσίν της; Πῶς ἔκαμε τά ἀδύνατα δυνατά καί τά ἀπίστευτα πραγματικότητα; Ἐρωτήσατε τήν ἀγάπην νά σᾶς τό ἐξηγήσῃ! Ἀλλά ποῖος πλέον ἔχει τόσας σχέσεις μέ τήν ἀγάπην, ὥστε νά δεχθῇ ἀπ’ αὐτήν τήν ἐξήγησιν τῶν μυστικῶν της; Ἕνας σημερινός ἄνθρωπος δέν εἶνε ποσῶς εἰς θέσιν νά ἐννοήσῃ ἕνα σημερινόν σκύλον.