Ὅπως σᾶς ἔχω ἐπανειλημμένως γράψει, ὑποστηρίζω μετά παρρησίας, καί ἀπό μικρό παιδί, τόν Ἐθνικό Πειραιῶς, τήν κυανόλευκη ὁμάδα τοῦ μεγάλου μας λιμανιοῦ, ἡ ὁποία ἐν μιᾷ νυκτί, βρέθηκε ἄστεγη, χωρίς τήν φυσική της ἕδρα καί πλέον περιπλανᾶται δῶθε-κεῖθε, παλεύοντας νά μείνει ζωντανή.
Προχθές, λοιπόν, εἴδαμε τήν ἄλλη μεγάλη μας κυανόλευκη ἀγάπη, τήν Ἐθνική Ἑλλάδος, στό Ὀλυμπιακό Στάδιο. Μέ τό πού ἀντελήφθην ὅτι εἶχε στηθεῖ φιέστα, πρό τῆς ἐνάρξεως, μέ τούς Λέτζεντς τοῦ 2004 νά τιμῶνται ἀπό τόν ὑφυπουργό Ἀθλητισμοῦ καί τόν πρόεδρο τῆς ΕΠΟ, ὁ ὁποῖος εἶναι υἱός τοῦ προέδρου τῆς ΕΠΟ τοῦ 2004, εἶπα στήν συντροφιά μας: «Παιδιά, χάσαμε μέ κάτω τά χέρια»!
Μέ κοίταξαν ὅλοι περίεργα. «Μά, τί εἶναι αὐτά πού λές; Ἔχουν ἔλθει ἑξήντα χιλιάδες φίλαθλοι, ἔχει γεμίσει τό Στάδιο, ἔχει δημιουργηθεῖ πάλι ὁ δεσμός τῶν φιλάθλων μέ τήν Ἐθνική Ἑλλάδος, κερδίσαμε τούς Ἐγγλέζους στό “Γουέμπλεϋ” καί θά τούς κερδίσουμε καί ἀπόψε, ἀλλά καί ἰσοπαλία νά φέρουμε, πάλι πρῶτοι θά τερματίσουμε στόν ὅμιλο μας”» μοῦ λένε. Τούς κοίταξα μέ κατανόηση καί ἀπάντησα: «Τό ἔχω ξαναδεῖ τό ἔργο, θά χάσουμε εὔκολα ἀπό τούς Ἄγγλους!»…
Πράγματι, χάσαμε ἀπό τούς Ἄγγλους μέ τρία μηδέν καί ὁ κόσμος –παρά τό ὅτι χειροκρότησε στό τέλος– ἔφυγε ἀπογοητευμένος, καθώς ἡ ὁμάδα μας σέ κανένα σημεῖο τοῦ μάτς δέν ἦταν καλύτερη ἀπό τήν (ἐλλιπῆ, ἀλλά πολύ καλύτερή μας) Ἀγγλία. «Γρουσούζη, τό ἔλεγες ἀπ’ τήν ἀρχή!» μέ κατηγόρησαν οἱ φίλοι μου. Καί τότε τούς εἶπα τί ἔχω ζήσει ὡς … «ἐθνικάκιας»…
Βολοδέρνοντας στίς μικρές κατηγορίες, ὁ Ἐθνικός, πού κάθε φορά φθάνει στήν πηγή ἀλλά κάποιος κλείνει τόν διακόπτη τῆς «Οὖλεν», πιθανότατα ἐπειδή κύκλοι διάφοροι δέν θέλουν νά ἐπιστρέψει (ἐκεῖνοι ξέρουν τό γιατί) στήν κορυφαία κατηγορία, τό 2017, βρίσκεται ἐπί κεφαλῆς τῆς βαθμολογίας στήν τρίτη κατηγορία. Ἄν κέρδιζε, στό τελευταῖο μάτς, τόν Ἀστέρα Ἀμαλιάδος, θά ἀνερχόταν στήν ἐπαγγελματική κατηγορία καί –ὅπως ὅλοι πιστεύαμε– «θά ἄλλαζε ἡ μοῖρά του.»
Ἔτσι, χιλιάδες φίλοι τῆς ὁμάδας (εἴμαστε πολλοί στόν Πειραιᾶ ἀλλά καί εἴμαστε ἀπογοητευμένοι) σπεύσαμε στό γήπεδο τῆς Καλλιθέας, ὅπου ἔπαιζε τότε, πληρώνοντας ἕνα σεβαστό ποσό γιά κάθε ἀγῶνα φορά στόν Δῆμο καί τήν τοπική ὁμάδα.
Πᾶμε, λοιπόν, στό γήπεδο καί, πρό τῆς ἐνάρξεως, βλέπω νά γίνεται κάτι σάν πανηγύρι. Ἀτμόσφαιρα ἑορταστική, παιδάκια ἀπό τίς Ἀκαδημίες (ὁ Ἐθνικός διαθέτει μία ἀπό τίς καλύτερες στήν Ἑλλάδα ποδοσφαιρικές Σχολές), μουσικές ἀπό τά μεγάφωνα.
«Πᾶμε νά φύγουμε, θά χάσουμε» λέω στούς φίλους. «Βρέ, πάψε πιά, γρουσούζη! Ἀκόμα δέν ἤρθαμε» μοῦ λένε ἐκεῖνοι.
Πράγματι, ὁ Ἐθνικός ἔχασε ἐκείνη τήν ἡμέρα ἀπό τόν ἀδιάφορο ἀντίπαλό του. Καθώς ἡ ὁμάδα μας δέν χρησιμοποιεῖ (τό ἔχουμε ὡς ἀρχή) πλάγια μέσα (μπράβους, διαιτησία, «ἄκρες» στήν ΕΠΟ καί τήν ΕΠΣΠ κ.λπ.) ἔπαιξε χωρίς καμμία «ἔξωθεν βοήθεια» καί ἔχασε ἀπό ἕναν ἀντίπαλο ὁ ὁποῖος ἁπλῶς, ἔπαιξε καλά.
«Ποῦ τό ἤξερες ὅτι θά χάσουμε;» μέ ρώτησαν οἱ φίλοι. «Μά, ὅταν πηγαίνεις σέ ἕνα “πάρτυ”, σέ μιά “φιέστα”, χαλαρώνεις, δέν εἶσαι “μέ τό μαχαίρι στά δόντια”. Στίς ἑορτές καί πανηγύρεις γλεντᾶς. Δέν παλεύεις!» τούς εἶπα. Ἔτσι συνέβη καί προχθές. Ἀλλά γιά ἐμένα ἦταν «Déjà vu»…