Διαβάζετε, ἀσφαλῶς, πολλά γιά τόν Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ, τόν ὁποῖο ὁ Ντόναλντ Τράμπ προορίζει γιά τό ὑπουργεῖο Ὑγείας.
Διαβάζετε γιά ἕναν ἀμφιλεγόμενο πολιτικό, πού μετεπήδησε ἀπό τούς Δημοκρατικούς στούς Ρεπουμπικανούς, κάτι, ὅμως, πού συμβαίνει συχνά στίς ΗΠΑ, ὅπου –ὅπως καί στό Ἡνωμένο Βασίλειο– λειτουργοῦν μόνο δύο μεγάλα κόμματα.
Ἄς θυμηθοῦμε, ὅμως, τόν πατέρα του, τόν Ρόμπερτ, τόν χαμογελαστό ἄνδρα, πού δολοφονήθηκε κατά τήν διάρκεια τῆς προεκλογικῆς του ἐκστρατείας, τόν Ἰούνιο τοῦ 1968.
Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἤμασταν, μέ συμμαθητές καί φίλους, στήν Σαλαμῖνα, στό σπίτι μας. Δέν εἴχαμε σχολεῖο, ἐπειδή θά ἄρχιζαν οἱ ἀπολυτήριες ἐξετάσεις καί ἔπειτα οἱ εἰσαγωγικές στά Πανεπιστήμια. Ξαφνικά, διεκόπη τό πρόγραμμα τοῦ Ἐθνικοῦ Ἱδρύματος Ραδιοφωνίας καί ὁ ἐκφωνητής ἀνακοίνωσε τήν τρομερή εἴδηση. «Δολοφονήθηκε ὁ Ρόμπερτ Κέννεντυ!»
Γιά ἐμᾶς, τούς νέους, πού μεγαλώναμε μέσα σέ ἕνα καθεστώς ὅπου ἡ πολιτική ἦταν κάτι τό ἐξοβελιστέο, τό ὄνομα «Κέννεντυ» σήμαινε πολλά. Εἶχε προηγηθεῖ ἡ δολοφονία τοῦ προέδρου Τζών Κεννεντυ, ἡ ὁποία εἶχε προκαλέσει σόκ στήν Ἑλλάδα πού τότε ἀκροβατοῦσε, μέ μία εὔθραυστη κυβέρνηση καί μία ἑτερόκλητη πολιτική συμμαχία (Ἕνωσις Κέντρου) στήν ἐξουσία. Ὁ Τζών Κέννεντυ ἦταν σύμβολο τῆς δημοκρατίας καί, θυμᾶμαι, τό Ἐθνικό Ραδιοφωνικό μας δίκτυο, μετέδιδε μόνο κλασσική μουσική ἐπί τρεῖς ἡμέρες, καθώς ἡ τότε πολιτική ἡγεσία, ὑπό τόν Γεώργιο Παπανδρέου, πενθοῦσε ἕναν ἐκ τῶν πιστῶν συμμάχων τῆς πατρίδας μας.
Ἡ προσπάθεια τοῦ Μπόμπ, πέντε χρόνια ἀργότερα, νά ἐκλεγεῖ Πρόεδρος, εἶχε ἀγκαλιαστεῖ ἀπό τήν ἑλληνική νεολαία, ἡ ὁποία πίστευε ὅτι ἄν κέρδιζε τίς ἐκλογές, ἴσως νά ἄλλαζαν τά πράγματα καί στήν Ἑλλάδα τῶν συνταγματαρχῶν.
Ὁ Ρόμπερτ Φράνσις «Μπόμπ» Κέννεντυ γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1925 στό Μπρούκλιν τῆς Μασσαχουσέττης καί ἦταν τό ἕβδομο ἀπό τά ἐννέα παιδιά τοῦ ἐπιχειρηματία Τζόζεφ Κέννεντυ καί τῆς Ρόουζ Φιτζέραλντ. Ὅταν τελείωσε τίς σπουδές του, παντρεύτηκε τήν Ἔθελ Σκάκελ, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε 11 παιδιά (7 ἀγόρια καί 4 κορίτσια.)
Διορίστηκε ἀπό τόν ἀδελφό του ὑπουργός Δικαιοσύνης. Ὅταν, στίς 20 Μαΐου 1961, πληροφορήθηκε ὅτι ἕνα φανατισμένο πλῆθος ἀπειλοῦσε τόν ὑπερασπιστή τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων Μάρτιν Λοῦθερ Κίνγκ καί 1.200 περίπου συγκεντρωμένους ὀπαδούς του, ὁ Κέννεντυ ἔστειλε 400 ὁμοσπονδιακούς ἀστυνομικούς γιά νά τούς προστατεύσει. Παρέμεινε στήν θέση του καί μετά τήν δολοφονία τοῦ Τζών Κέννεντυ, στίς 22 Νοεμβρίου 1963, στό Ντάλας τοῦ Τέξας. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1964 ὑπέβαλε τήν παραίτησή του, λόγῳ διαφωνιῶν μέ τόν νέο πρόεδρο Λύντον Τζόνσον (διάδοχο τοῦ ἀδελφοῦ του.)
Λίγα λεπτά μετά τά μεσάνυχτα τῆς 6ης Ἰουνίου τοῦ ’68 καί ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε μιλήσει στούς ὀπαδούς του στό ξενοδοχεῖο «Ἀμπάσαντορ» τοῦ Λός Ἄντζελες κατευθύνθηκε διά μέσου τῆς κουζίνας τοῦ ξενοδοχείου στήν αἴθουσα, ὅπου ἐπρόκειτο νά δώσει τήν καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου. Τήν στιγμή πού περνοῦσε ἀπό τόν προθάλαμο τῆς κουζίνας, πυροβολήθηκε καί τραυματίστηκε θανάσιμα ἀπό ἕναν νεαρό ἄνδρα, τόν 24χρονο Παλαιστίνιο Σιρχάν Σιρχάν, Χριστιανό Ὀρθόδοξο, τό θρήσκευμα. Στούς ἀστυνομικούς πού τόν συνέλαβαν ἐπ’ αὐτοφώρῳ δήλωσε ὅτι σκότωσε τόν Κέννεντυ σέ ἔνδειξη διαμαρτυρίας γιά τίς φιλοϊσραηλινές του θέσεις.
«Δέν ὑπάρχει τρόπος προστασίας ἑνός ὑποψήφιου προέδρου κατά τήν διάρκεια τῆς προεκλογικῆς ἐκστρατείας. Πρέπει νά βασίζεται κανείς στήν τύχη, μόνο στήν τύχη. Γνωρίζω ὅτι ἀργά ἤ γρήγορα θά γίνει καί ἐναντίον μου δολοφονική ἀπόπειρα. Ὄχι τόσο γιά πολιτικούς λόγους ὅσο γιά λόγους μεταδοτικότητας. Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή ἐπιδημίας τῆς πολιτικῆς βίας»: Δήλωση τοῦ «Μπόμπ», πού δημοσιεύθηκε στήν γαλλική «Λέ Φιγκαρό», λίγες ὧρες πρίν δολοφονηθεῖ!