Διάβαζα πάλι, γιά πολλοστή φορά, τό «Ἰωνικόν» τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη: «Γιατί τά σπάσαμε τ’ ἀγάλματά των, γιατί τούς διώξαμεν ἀπ’ τούς ναούς των; διόλου δέν πέθαναν γι’ αὐτό οἱ θεοί./Ὤ γῆ τῆς Ἰωνίας, σένα ἀγαποῦν ἀκόμη, σένα ᾑ ψυχές των ἐνθυμοῦνται ἀκόμη./Σάν ξημερώνει ἐπάνω σου πρωί αὐγουστιάτικο, τήν ἀτμόσφαιρά σου περνᾶ σφρῖγος ἀπ’ τήν ζωή των/καί κάποτ’ αἰθερία ἐφηβική μορφή ἀόριστη, μέ διάβα γρήγορο, ἐπάνω ἀπό τούς λόφους σου περνᾶ».
Καί σκεπτόμουν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι, σφετεριζόμενοι τήν δική μας κληρονομιά, τήν ἑλληνική Ἰωνία, τολμοῦν σήμερα καί μιλοῦν γιά «γαλάζια πατρίδα» καί γιά ἐδάφη τά ὁποῖα δῆθεν ἀνήκουν στήν βαρβαρική «Αὐτοκρατορία», τήν ὁποία ἐπικαλοῦνται.
Καί ἀναρωτιόμουν πόσο ἀνιστόρητη καί πόσο περίεργη στέκει, ἀπέναντί τους, ἡ λεγόμενη «Ἑνωμένη Εὐρώπη», ἡ ὁποία ἐπιτρέπει ὅλη αὐτή τήν κομπορρημοσύνη καί ὅλη αὐτή τήν προκλητική τους συμπεριφορά, ἀπέναντι σέ ἕναν πολιτισμό μέ τόν ὁποῖο οὐδεμία σχέση ἔχουν, μιά Ἱστορία ἡ ὁποία δέν τούς ἀνήκει, ἀλλά ἔχουν τό θράσος νά τήν προβάλλουν ὡς δική τους καί νά μιλοῦν γιά «στρατιωοτικοποίηση» τῶν νησιῶν, τά ὁποῖα ἀνήκουν σ’ αὐτόν τόν πολιτισμό.
Εἶναι, πράγματι, ἄξια μελέτης καί ἡ δική μας στάση τίς τελευταῖες δεκαετίες, μέ ἐλάχιστα διαλείμματα. Μιά στάση κατευναστική, ἡ ὁποία ἀποπνέει φοβικότητα καί προβληματίζει ὅλους ἐμᾶς, πού μελετοῦμε τήν Ἱστορία, πού μελετοῦμε τίς γραφές καί πού κανένα δέν ἔχουμε πρόβλημα, νά διαλαλοῦμε ὅτι τά ἐδάφη πού σήμερα πατοῦν οἱ ἀπόγονοι τῶν βαρβαρικῶν νομάδων δέν ἦταν ποτέ δικά τους, ἐδάφη στά ὁποῖα δέν ἄνθισε κανείς δικός τους πολιτισμός. Κακέκτυπα ἐπικαλοῦνται, τοῦ πολιτισμοῦ πού οἰκοδομήθηκε ἐπάνω στά ἴχνη τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι μετέφεραν τόν δικό τους πολιτισμό στήν ἄλλη πλευρά τοῦ Αἰγαίου.
Καί διερωτᾶται κανείς ποῦ εἶναι ἡ φωνή τῶν δικῶν μας ἐκπροσώπων στό Εὐρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οἱ ὁποῖοι μέ τόν Καβάφη ὁδηγό, θά ἔπρεπε κάθε τόσο νά θυμίζουν στούς Εὐρωπαίους ὅτι ἡ δημοκρατία γιά τήν ὁποία κόπτονται καί ἡ ὁποία μέ τόση ζέση ἀναφέρεται στόν ἐθνικό τους ὕμνο, γεννήθηκε καί μεγαλούργησε καί στά δικά τους ἐδάφη, στηριζόμενη στήν ἑλληνική πολιτική τεχνογνωσία, τήν ὁποία δανείζονται καί μέσα στήν ὁποία οἰκοδομήθηκε ὁ ἀποκαλούμενος «εὐρωπαϊκός» πολιτισμός.
Δίχως ἀμφιβολία, θά ἔπρεπε τό δικό μας Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ, τό δικό μας Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν, νά ἔχει ὀργανώσει τήν δική μας ἐπίθεση, νά ἔχει ὀργανώσει τήν δική μας πολιτισμική ἐπιθετική πολιτική, σέ ἕνα πλαίσιο τακτικῶν ἀναφορῶν σέ ὅλα ὅσα προαναφέραμε.
Πῶς, ὅμως, νά γίνει κάτι τέτοιο ὅταν ὅλα τά μεγάλα Μουσεῖα τῆς Εὐρώπης εἶναι γεμᾶτα ἀπό εὑρήματα τά ὁποῖα γέννησε ἡ γῆ τῶν δικῶν μας προγόνων, ἔργα ἀπαράμιλλης εὐφυΐας καί τέχνης, τά ὁποῖα ἅρπαξαν οἱ ἑταῖροι μας καί σήμερα ἀρνοῦνται νά τά ἐπιστρέψουν;
Ὡς μία ἀπό τίς χῶρες πού πρωτοστάτησαν στήν ἕνωση τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν, ὡς μία ἀπό τίς χῶρες οἱ ὁποῖες δικαιοῦνται ὅσο καμμία ἄλλη στόν κόσμο νά ὁμιλοῦν περί πολιτισμοῦ καί Ἱστορίας, θά ἔπρεπε νά ζητοῦμε ἀπό τούς ἐκπροσώπους μας στό Εὐρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κάθε τόσο, μέ ἐρωτήσεις τους, νά ζητοῦν ἐπιτακτικά τήν ἐπιστροφή τῶν θησαυρῶν μας. Τῶν θησαυρῶν, τούς ὁποίους οἱ ἅρπαγες ἑταῖροι μας ὀφείλουν νά ἐπιστρέψουν, ὅπως ὀφείλουν νά στέκονται –μέ κάθε τρόπο– στό πλευρό αὐτῆς τῆς ἀκριτικῆς φλούδας εὐρωπαϊκῆς γῆς, τήν ὁποία τόσο χυδαῖα οἱ βάρβαροι τῆς ἀσιατικῆς στέππας, συνεχῶς, ἀπειλοῦν.