Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 24 Φεβρουαρίου 1925
-Παρασκευᾶ μου, εἶνε Ἀποκρῃά. Τό ξέρεις ἤ δέν τό ξέρεις;… εἶπεν ἔξαφνα, μεταξύ τυροῦ καί φρούτου, ἡ κ. Καλλιόπη πρός τόν θρυλικόν σύζυγόν της.
-Τό ξέρω… ἐμουρμούρισεν ὁ κ. Παρασκευᾶς.
-Τί σκέπτεσαι λοιπόν;
-Τί θέλεις νά σκεφθῶ; Σκέπτομαι, ἁπλούστατα, ὅτι εἶνε Ἀποκρῃά.
-Καί σοῦ φαίνεται, ὅτι ἀρκεῖ αὐτό;
-Ὑποθέτω, ὅτι μοῦ ἀρκεῖ. «Σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω», εἶπε καί ὁ φιλόσοφος.
Ἡ κ. Καλλιόπη ἀνετινάχθη ὡς ἄγριον θηρίον.
-Δέν ξέρω τί εἶπεν ὁ φιλόσοφος! ἐβρυχήθη. Κι’ ἄν τό εἶπε, δέν θά εἶχε οὔτε γυναῖκα, οὔτε κορίτσια τῆς παντρειᾶς. Ὅταν ἔχῃ κανείς γυναῖκα καί παιδιά, δέν ἀρκεῖ νά σκέπτεται γιά νά ὑπάρχῃ. Θέλω νά πῶ, ὅτι, ἄν νομίζῃς πώς ὑπάρχεις, κάνεις λάθος. Δέν ὑπάρχεις καθόλου, Παρασκευᾶ. Δέν ὑπάρχεις!
Ὁ κ. Παρασκευᾶς ἀνεσήκωσε τούς ὤμους του.
-Ἔστω, Καλλιόπη μου! Ἀφοῦ δέν παραδέχεσαι, ὅτι ὑπάρχω, τό ἴδιο μοῦ κάνει. Δέν ὑπάρχω!
Ἡ κ. Καλλιόπη, τήν ὁποίαν τό ἀνασήκωμα τῶν ὤμων τοῦ κ. Παρασκευᾶ –μιά ἰδιαιτέρως προσφιλής του κίνησις– ἐδαιμόνιζεν, ὅπως τό κόκκινο πανί τόν ταῦρον, ὠρθώθη τρομερά ἐνώπιόν του.
-Καί νομίζεις πώς εἶνε δικαίωμά σου νά μή ὑπάρχῃς;
-Καί τί πρέπει νά κάμω, σέ παρακαλῶ, διά ν’ ἀποκτήσω τό δικαίωμα νά μή ὑπάρχω;
-Τώρα εἶνε ἀργά πλέον! Ἔπρεπε νά τό σκεφθῇς πρίν μέ πάρῃς καί πρίν βάλῃς αὐτά τά δυστυχισμένα κορίτσια στό κόσμο. Τώρα ἔχεις τήν ὑποχρέωσι νά ὑπάρχῃς.
-Ἔστω! Ἀφοῦ τό θέλεις, ὑπάρχω.
-Αὐτό δέν ἀρκεῖ. Γιά νά ὑπάρξῃς, πρέπει νά διασκεδάσουμε κ’ ἐμεῖς, ἡμέρες ποῦ εἶνε. Ὅλος ὁ κόσμος διασκεδάζει…
-Ἄς διασκεδάσουμε, λοιπόν.
Ἡ κ. Καλλιόπη κατελήφθη αἰφνιδίως ἀπό λυγμούς, εἰς τήν πένθιμον συναυλίαν τῶν ὁποίων συνέπραξαν, εὐγενῶς προσφερθεῖσαι, καί αἱ δύο της θυγατέρες.
-Ἀκοῦς ἐκεῖ τόν ἀναίσθητον! Νά διασκεδάσουμε! Χωρίς τουαλέττες, χωρίς ἕνα εἰσιτήριον δημοσίου χοροῦ, χωρίς πεντάρα, χωρίς καρδιά. Νά διασκεδάσουμε! Ἀναίσθητε, τέρας, τιποτένιε, τύραννε!
Ἐν μέσῳ λυγμῶν καί ὕβρεων, ὁ κ. Παρασκευᾶς ἔλαβε τόν πῖλον του, κατά τήν σοφήν του συνήθειαν, καί ἐξῆλθε.
-Καλά ὅλοι στό σπίτι; τόν ἐρώτησεν ἕνας διαβατικός οἰκογενειακός φίλος εἰς τό πεζοδρόμιον. Ἡ κυρία, τά κορίτσια, διασκεδάζουν;
-Ἀκριβῶς, τῆς ἄφησα ἀπάνω στή διασκέδασι! Ἐγώ, βλέπεις, στήν ἡλικία μου, δέν ἔρχομαι σέ τέτοια πράγματα…
Καί ἐπῆρε τό τράμ τῆς ἐξοχῆς διά νά διασκεδάσῃ καί αὐτός τήν ἀποκρῃάτικην θλῖψίν του.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ