Στίς δυτικές δημοκρατίες, στίς ὁποῖες πιστεύουμε ὅτι ἀνήκουμε, ὁ σεβασμός πρός κάθε εἴδους θρησκεία εἶναι αὐτονόητος.
Σέ κανέναν δέν θά ἄρεσε τυχόν διακωμώδηση τῶν Θείων, κυρίως δέ, σέ μιά χώρα, στήν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ θρησκεία τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν πολιτῶν. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό, ὅμως, μέχρι τοῦ νά εἰσβάλει ἕνας βουλευτής στήν Ἐθνική Πινακοθήκη καί νά δημιουργεῖ τό γνωστό ἐπεισόδιο, σέ μία ἔκθεση στήν ὁποία, πολύ σωστά, δέν ἀσκεῖται λογοκρισία καί κανείς δέν σέ ὑποχρεώνει νά τήν ἐπισκεφθεῖς, ὑπερβαίνει κατά πολύ τά ἐσκαμμένα.
Θά πρέπει κάποια στιγμή νά ξεχωρίσουμε τήν ἐλευθερία τῆς ἐκφράσεως στήν τέχνη ἀπό τήν ἄσκηση λογοκρισίας. Φυσικά καί θά μᾶς ἐνοχλοῦσε ἄν ἡ ἐν λόγῳ ἔκθεση ἦταν ὑπαίθρια, ἄς ποῦμε σέ μία πλατεῖα. Ἀλλά, ὅταν κάτι πού δημιουργεῖ ἕνας καλλιτέχνης φιλοξενεῖται στήν Ἐθνική Πινακοθήκη, ἀξίζει τοὐλάχιστον σεβασμό.
Ποτέ μου δέν θά ἐπισκεπτόμουν μιά ἔκθεση ὅπως ἡ συγκεκριμένη, καί ἄς ἦταν τά ἔργα της ἐκτεθειμένα δίπλα στόν ζωγράφο-σύμβολο Γκόγια. Καί ἄν τύχαινε νά τήν δοῦμε, θά ἀσκούσαμε πολιτισμένα τήν κριτική μας. Τό νά εἶσαι ὅμως ἄνθρωπος μορφωμένος, καρδιολόγος, καί νά προβαίνεις σέ μιά ἐνέργεια ὅπως αὐτή πού συνέβη χθές, εἶναι κάτι πού δέν τό χωράει ὁ νοῦς.
Μᾶς θυμίζει τούς φανατικούς οἱ ὁποῖοι ἐμποδίζουν τήν γυναῖκα τους ἤ τά παιδιά τους νά δεχθοῦν μετάγγιση αἵματος καί προτιμοῦν νά ἀφήσουν τά ἀγαπημένα τους πρόσωπα νά πεθάνουν.
Κατά μία ἔννοια δέ ὁ συγκεκριμένος βουλευτής θά πρέπει νά εἶναι καί ἐναντίον τῆς «μηχανικῆς καρδιᾶς», ἡ ὁποία ἔχει σώσει χιλιάδες πάσχοντες.
Ὅταν ὁ Πικάσσο ἄρχισε νά ἐκθέτει τά ἔργα του ἦταν παρά πολλοί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μιλοῦσαν γιά «καλικαντζοῦρες», κάποιοι δέ εἶχαν χαρακτηρίσει τήν περίφημη «Γκουέρνικα» (Γκερνίκα εἶναι τό σωστό) ἔργο χωρίς νόημα καί «ἀκαταλαβίστικο».
Εἶναι αὐτονόητο ἐπίσης ὅτι δέν ἐπικροτοῦμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ συγκεκριμένος καλλιτέχνης θέλησε νά ἀποτυπώσει τήν μορφή τῆς Παναγίας. Εἶναι βέβαιο ὅτι κάποιοι καί τώρα θά τόν χαρακτηρίζουν «βέβηλο».
Ἀπό τό σημεῖο αὐτό ὅμως, μέχρι νά φθάσουμε στό νά βανδαλίζουμε ἕνα ἔργο τέχνης, ὅποιο καί ἄν εἶναι αὐτό, ἡ ἀπόσταση εἶναι χαώδης. Σέ τί διαφέρει δηλαδή ἡ ἐνέργεια αὐτή ἀπό τό ἐφιαλτικό κάψιμο τῶν βιβλίων πού ἐπιχειροῦσαν οἱ φανατικοί;
Πρέπει ἐπίσης νά σημειώσουμε ὅτι ἕνας βουλευτής τοῦ ἑλληνικοῦ κοινοβουλίου θά πρέπει νά προσέχει κάθε ἐνέργειά του. Καί δέν ξεχνᾶμε ὅτι λίγες μέρες πρίν ἄλλος βουλευτής εἶχε προσβάλει τήν πρόεδρο κοινοβουλευτικοῦ κόμματος, λέγοντάς της «ἄι κάνε κάνα παιδί».
Ὑποθέτουμε ὅτι ὁ βουλευτής πού ἐπετέθη στούς πίνακες καί στόν καλλιτέχνη μέ τόν βίαιο τρόπο πού ἐπέλεξε, θέλησε προφανῶς νά ἀκολουθήσει τό παράδειγμα τοῦ προαναφερθέντος. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι. Ὁ σεβασμός πρός τήν τέχνη, τήν ὅποιας μορφῆς τέχνη, ἀποκλείει κάθε παρέμβαση πού θυμίζει λογοκρισία.
Χρειάστηκαν αἰῶνες γιά νά κερδηθεῖ τό δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας στήν ἔκφραση. Θά μποροῦσε ὁ βουλευτής νά γράψει ἕνα ἄρθρο σέ μιά ἐφημερίδα. Τότε ὅμως δέν θά γινόταν ντόρος καί σαματᾶς. Καί δέν θά τόν ἔδειχνε συνεχῶς ἡ τηλεόραση.
Ὁ νοῶν νοείτω.