Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 18 Ἰανουαρίου 1919
Ἕνας κύριος, μέσα εἰς τό πρωϊνόν τράμ, διηγεῖτο εἰς τόν γείτονά του τήν τραγῳδίαν τῆς ἀϋπνίας του. Εἶχε μείνῃ ἕως τάς πέντε τό πρωί μέ τήν λάμπαν, ὡς μόνην σύντροφον τῆς δυστυχίας του. Ἔπειτα ἡ λάμπα τόν ἐγκατέλειψεν. Ἔσβυσε καί αὐτή καί ἀπεκοιμήθη. Τό πετρέλαιον εὑρίσκετο εἰς τό κελλάρι, ἡ μεταφορά του θά ἀνεστάτωνεν ὁλόκληρον τό σπίτι, ἡ φασαρία θά ἦτο καταπληκτική. Καί ὁ ἄυπνος ἄνθρωπος ἀπεφάσισε νά ἐγκαρτερήσῃ καί νά μείνῃ εἰς τό σκότος. Ἔμεινεν ἔτσι ἕως τάς ἑξήμισυ. Κατόπιν τόν ἐπῆρεν ἕνας ψευτο-ὕπνος. Καί εἰς τά ἑπτάμιση ἐσηκώθηκε διά νά μεταβῇ εἰς τήν ἐργασίαν του.
Καί ἡ τραγῳδία αὐτή δέν ἦτο τραγῳδία μιᾶς νυκτός μόνον. Ἦτο μία ἱστορία ἑνός μηνός ὁλοκλήρου. Καί ὁ νέος ἄνθρωπος, ἀνάμεσα εἰς τά δροσερά πρόσωπα τῶν συνταξειδιωτῶν καί τῶν συνταξειδιωτισσῶν του, τά ὁποῖα ὡμιλοῦσαν ὅλα, διά τά θεῖα βάλσαμα τοῦ Μορφέως, παρουσίαζεν ἕνα πρόσωπον ὠχρόν, δύο μάτια μισόσβυστα, ἕνα σῶμα ἕτοιμον νά καταρρεύσῃ.
– Ὑπάρχει κανένας ἰδιαίτερος λόγος; τόν ἐρώτησεν ὁ φίλος του. Φροντίδες ἴσως, σκέψεις, ἀνησυχίαι; Ἤ ἡ συνισταμένη μήπως ὅλων αὐτῶν, ποῦ εἶναι ἕνας ἔρως διψασμένος ἐμπρός εἰς τήν πλουσίαν πηγήν ποῦ τοῦ ἀρνεῖται τά νάματά της;
– Τίποτε ἀπολύτως! ἀπήντησεν ὁ χλωμός νέος. Καί αὐτό εἶνε τό περίεργον. Μία ἀϋπνία νευρική, ὅπως μοῦ εἶπεν ὁ γιατρός μου.
– Δέν ἐπῆρες φάρμακα;
– Ἐπῆρα. Δέν μέ πιάνουν…
Ὁ νέος ἄνθρωπος ἦτο ἀξιολύπητος. Τό νά μήν τρώγῃ κανείς, διότι δέν ἔχει νά φάγῃ, εἶνε βέβαια μία δυστυχία. Ζητιανεύει ὅμως, ἐπί τέλους, ἕνα κομμάτι ψωμί, τό ὁποῖον κανείς δέν θά τοῦ ἀρνηθῇ. Ἀλλ’ ὁ ὕπνος ἐδόθη δωρεάν ἀπό τόν Πανάγαθον Θεόν εἰς ὅλα τά πλάσματά του. Δέν εἶνε εἶδος τῆς Ἀγορᾶς καί δέν τόν ἐπηρέασεν οὔτε ὁ πόλεμος, οὔτε ἡ αἰσχροκέρδεια. Καί νά ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποῦ τόν στεροῦνται, τήν στιγμήν ποῦ κοιμᾶται ἡ πόλις μέ ὅλα τά δίποδα, ὅλα τά τετράποδα καί ὅλα τά πτερωτά της, εἶνε προφανῶς μία ὑπερτάτη ἀδικία. Καί μία ἀνισότης, τήν ὁποίαν κανένας Σοσιαλισμός, δυστυχῶς, δέν εἶνε εἰς θέσιν νά ἐπανορθώσῃ. Ἠμπορεῖ νά χαρίσῃ τόν ἄρτον, τήν ἄνεσιν, τήν εὐτυχίαν εἰς ὅλον τόν κόσμον. Ἀλλά πῶς θά δώσῃ τόν ὕπνον του εἰς ἐκεῖνον ποῦ τόν ἔχασεν; Ἀλλοίμονον! Ἡ ἰσότης, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐλευθερία εἶνε λέξεις διά τά βιβλία. Εἰς τήν πραγματικότητα ἄλλοι ροχαλίζουν καί ἄλλοι μετροῦν τά δευτερόλεπτα τῆς ἀϋπνίας των. Καί κανένας δέν προθυμοποιεῖται νά μοιράσῃ μαζῆ τους τά περισσεύματα τῶν ροχαλητῶν του… Αὐτά περίπου ἐσκέπτετο ὁ χλωμός νέος.
– Νά μποροῦσα νά ζητιανέψω τοὐλάχιστον λίγον ὕπνον! εἶπε μέ προσποιημένη εὐθυμίαν. Θά ἐγινόμουν εὐχαρίστως ζητιᾶνος στή ρίζα ἑνός δένδρου.
– Ἰδού ἕνας ἑκατομμυριοῦχος! τοῦ εἶπεν ἔξαφνα ὁ φίλος του. Ἴσως θά ἔστεργε νά σέ ἐλεήσῃ.
Πράγματι, εἰς τήν γωνίαν τοῦ ὀχήματος ἕνας παχύς κύριος, μέ τό κεφάλι κρεμασμένον ἐπάνω εἰς τό στῆθός του, συνέχιζε, περί ὥραν ὀγδόην πρωϊνήν, τά ὄργια τῆς νυκτός, τά ὁποῖα εἶχε διακόψει πρό μιᾶς ὥρας. Καί ἐρροχάλιζε μακαρίως. Ἔξαφνα ἄνοιξε τά μάτια του.
– Τί εἴπατε; ἐμουρμούρισε πρός τό κενόν, χωρίς κανείς νά τοῦ ἀπευθύνῃ τόν λόγον.
Καί τά ἐξανάκλεισεν ἀμέριμνος, μέ τήν σκληρότητα καί τήν ἀπανθρωπίαν τοῦ Κεφαλαίου. Ἐν τούτοις, θά ἠμποροῦσε νά χαρίσῃ τήν εὐτυχίαν εἰς ἑκατόν ἀΰπνους καί νά τοῦ μείνῃ ἀρκετή καί διά τόν ἑαυτόν του.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ