Παλιότερα, ὅταν παίζαμε ποδόσφαιρο στά γήπεδα τοῦ Πειραιᾶ, τότε πού κάθε Κυριακή παιγνίδια τοῦ «τοπικοῦ» εἶχαν τρεῖς καί τέσσερις χιλιάδες κόσμο, εἴχαμε ἕναν ἰδιόρρυθμο προπονητή.
Τότε γιά νά γίνεις προπονητής ἀρκοῦσε ἤ νά ἔχεις παίξει μπάλα στά νιάτα σου ἤ νά ξέρεις τόν πρόεδρο! Ὁ δικός μας ἀνῆκε στήν δεύτερη περίπτωση.
Παιδιά δεκαεξάχρονα καί λίγο παραπάνω ἐμεῖς παίζαμε «γιά τή φανέλα» σέ γήπεδα μέ χῶμα καί ψιλό χαλίκι, πού ἔτσι κι ἔπεφτες καταγῆς σηκωνόσουν ματωμένος καί ἔτρεχες στόν πάγκο γιά «ὀξυζενέ»!
Ὁ προπονητής μας, λοιπόν, ἀφοῦ στά ἀποδυτήρια μᾶς ἔδινε τίς ἀπαραίτητες ὁδηγίες, ἀφοῦ φρόντιζε νά μᾶς φανατίσει λέγοντάς μας τά μύρια ὅσα γιά τό τί ἔχουν κατά νοῦ νά μᾶς κάνουν οἱ ἀντίπαλοι, μᾶς ἔριχνε στό γήπεδο καί παρακολουθοῦσε ἀπό τόν «πάγκο» πάντα ὄρθιος.
Τότε δέν ὑπῆρχαν «ἀλλαγές», καί ἄν κάποιος τραυματιζόταν καί δέν μποροῦσε νά παίξει, ἡ ὁμάδα ἔπαιζε μέ δέκα! Ὁ προπονητής μας, λοιπόν, ὅταν ἡ ὁμάδα μας ἔχανε καί δέν μποροῦσε νά ἀνατρέψει τό ἀποτέλεσμα ἀλλά δέν θέλαμε νά δεχθοῦμε κι ἄλλο γκόλ ἤ ὅταν κερδίζαμε καί ἔπρεπε πάση θυσία νά κρατήσουμε τό «ἕνα-μηδέν», ἔδινε ἀπό τόν πάγκο τό σύνθημα: «Κάντε το κόλαση»! Κι ἐκεῖ ἄρχιζε τό πανηγύρι. Ἔπεφτε ἕνας στό χῶμα, δῆθεν τραυματισμένος, πηγαίναμε ὅλοι ἀπό πάνω του, δῆθεν γιά νά τόν συνδράμουμε, ἐκεῖνος ἔκλεινε τό μάτι καί ἔκανε «τόν ψόφιο κοριό», ἐρχόταν ὁ διαιτητής καί ρωτοῦσε «τί ἔπαθε τό παιδί;», ἐμεῖς λέγαμε «χτύπησε τό κεφάλι στό τσιμέντο, μά γήπεδα εἶναι αὐτά;», ὁ κόσμος στήν κερκίδα φώναζε «σηκῶστε τον ρέ, ψέματα τά κάνει», οἱ δικοί μας φίλαθλοι φώναζαν «τό φάγατε τό παιδί» καί ὁ προπονητής καθόταν ἀτάραχος καί παρακολουθοῦσε τήν ἐφαρμογή τοῦ «σχεδίου-κόλαση»! Τά θυμήθηκα ὅλα αὐτά, παρακολουθώντας τόν πρωθυπουργό στίς τελευταῖες του ἐμφανίσεις στό Κοινοβούλιο. Εἶδα ὅτι εἶχε κάνει ὅλες του τίς «ἀλλαγές», εἶχε ἐξαντλήσει ὅλα του τά «συστήματα», ἀλλά ἔβλεπε ὅτι τό «μάτς» δέν τοῦ πήγαινε καλά καί ἀποφάσισε νά καταφύγει στίς μεθόδους τοῦ –ἀειμνήστου ἀπό καιρό– παλαιοῦ προπονητῆ μας στήν «Δόξα» Πειραιῶς, δίνοντας τό σύνθημα: «Κάντε το κόλαση»! Κι ἔτσι, φθάσαμε στήν πρόταση γιά τό «Ντιμπέιτ»! Ἀφοῦ δέν μοῦ βγαίνει τό μάτς, ἀφοῦ τσίμα-τσίμα θά πιάσω τούς «151», ἀφοῦ δέν εἶμαι καί τόσο βέβαιος γιά τήν ἔκβαση τῆς ψηφοφορίας κυρώσεως τῆς Συμφωνίας τῶν Ψαράδων, γιατί νά μήν «τό κάνω κόλαση»;
Διότι τί ἄλλο ἀπό «κόλαση» ἦταν αὐτή ἡ πρόταση γιά τηλεοπτική ἀντιπαράθεση, ὅταν οἱ ἀντιπαραθέσεις (σέ ἀπ’ εὐθείας τηλεοπτική μετάδοση) τοῦ πρωθυπουργοῦ μέ τόν ἀρχηγό τῆς Νέας Δημοκρατίας στήν Βουλή εἶναι πιό συχνές καί ἀπό τά μάτς τοῦ πρωταθλήματος; Εἰλικρινά, εἶχα ἀμφιβολίες γιά τό ἄν τελικά ὁ πρωθυπουργός εἶχε ἀκούσει γιά τό «κάντε το κόλαση». Ἀλλά ὅταν εἶδα τήν ἀνάρτηση τοῦ ὑπουργοῦ Νίκου Παππᾶ στά μέσα κοινωνικῆς δικτυώσεως μέ τόν ἀμίμητο Νῖκο Ἀλέφαντο νά φωνάζει «Ντιμπέι, ρέ, ντιμπέι!», μοῦ ἔφυγε κάθε ἀμφιβολία! Ποδόσφαιρο – πολιτική: 1-0!