Θά ἤθελα πολύ νά ξέρω ποιός ἦταν ὁ ἀλητήριος (ἐμμένω στόν χαρακτηρισμό) πού ἔδωσε ἐντολή στούς ἀστυνομικούς νά ρίξουν χημικά στό «ψαχνό» τῆς χθεσινῆς μεγαλειώδους συγκεντρώσεως, στόν χῶρο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου.
Ἤμουν ἐκεῖ μέ φίλους μου, ἕνας ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν μαζί μέ τήν σύντροφό του καί τά δυό του παιδιά. Τό ἕνα πηγαίνει στήν ἕκτη καί τό ἄλλο στήν δευτέρα τοῦ Δημοτικοῦ. Ἐκεῖνο τό σημεῖο τῆς συγκεντρώσεως ἦταν γεμᾶτο ἀπό τέτοιο κόσμο. Κυρίως οἰκογένειες! Εἴχαμε ἀντιληφθεῖ ὅτι καμμιά δεκαριά-δεκαπέντε «γνωστοί-ἄγνωστοι», μαυροντυμένοι, μέ μάσκες ἀερίων καί κουκοῦλες, εἶχαν περάσει μέσα ἀπό τίς τάξεις τῶν συγκεντρωμένων καί εἶχαν φθάσει ἀπέναντι στούς ἀστυνομικούς, τούς ὁποίους ὁ ἐπί κεφαλῆς τους εἶχε «ἁπλώσει» γύρω ἀπό τό μνημεῖο.
«Πᾶμε νά φύγουμε, αὐτοί εἶναι βαλτοί. Θά ἔχουμε φασαρίες» τούς λέω.
Ἔχοντας καλύψει δεκάδες διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις καί πορεῖες, καί γνωρίζοντας πότε ἔρχονται «τά δικά μας παιδιά» γιά νά γίνει τό σχετικό μπάχαλο» καί νά διαλυθεῖ μιά ἀνεπιθύμητη στήν ἑκάστοτε ἐξουσία συγκέντρωση, μυρίζομαι ἤδη δακρυγόνα…
«Μά, εἶναι μιά χούφτα παλιόπαιδα. Γιατί δέν τά πιάνουν;» ἀπορεῖ ὁ φίλος, ἀλλά ἔχει ἤδη ἀρχίσει ὁ ψεκασμός καί τά χημικά.
Ὁ κόσμος εἶναι πάρα πολύς καί ὁ πανικός πρό τῶν πυλῶν. Οἱ μεγαλύτεροι φωνάζουν «ψυχραιμία!» καί τό κῦμα πού εἶχε ἀρχίσει νά κινεῖται, ἕτοιμο νά ποδοπατήσει ὅποιον πέσει καταγῆς, ἀνακόπτεται. Πραγματικά, ἡ διαδήλωση εἶναι τόση ἀκόμη, πού τά χημικά κάνουν δουλειά! Σέ ἐλάχιστο χρόνο, τά σωθικά μας καίγονται καί τά μάτια δέν ἀνοίγουν! Κι ὅλα αὐτά χωρίς κανένα λόγο, χωρίς λογική, ἐναντίον οἰκογενειῶν, μικρῶν παιδιῶν, ἡλικιωμένων ἀνθρώπων, πού κρατοῦν (ὅλοι κρατοῦν) ἑλληνικές Σημαῖες!
«Μά τί κάνετε; Εἶναι δυνατόν νά μήν μπορεῖτε νά ἀπομονώσετε δέκα ἀλητήριους;» λέω σέ κάποιον ἀπό τούς βαθμοφόρους, πού κατευθύνουν τήν ἐπίθεση στό πλῆθος.
– Ἐσεῖς γιατί τούς ἀφήσατε νά μποῦν ἀνάμεσά σας; Γιατί δέν τούς πιάσατε; Τί θέλετε ἀπό ἐμᾶς; μοῦ λέει καί φεύγει…
Ὁ φίλος μου, Γιῶργος Χατζηγεωργίου, μέ τραβάει ἀπό τό χέρι. «Πᾶμε πρός τήν Μεγ. Βρεταννία, ἐκεῖ δέν ἔχουν φθάσει τά χημικά» μοῦ λέει καί, μέ πολύ κόπο, καθώς ὁ κόσμος εἶναι πολύ πυκνός, φθάνουμε στήν γωνία μέ τήν Πανεπιστημίου. Ἕνας ἄνδρας μεταφέρει ἕνα μικρό παιδί πού εἶναι κατακόκκινο καί βήχει, μιά ἡλικιωμένη κυρία κλαίει γοερά, ἐμφανῶς πανικόβλητη!
– Δέν πρόκειται νά φύγουμε! Ἐδῶ ἤρθαμε γιά τήν Μακεδονία κι ὄχι γιά νά πειράξουμε κάποιον, φωνάζει ἕνας ἡλικιωμένος ἄνδρας, πού κραδαίνει μιά κλειστή ὀμπρέλα, παρά τό ὅτι ἔχει ἀρχίσει ἡ βροχή.
Δέν μπορῶ νά καταλάβω τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο γίνονται ὅλα αὐτά. Ἡ συγκέντρωση εἶναι τεράστια ἀλλά εἰρηνική.
Ἀκούω τόν Κρίς Σπύρου νά ἀναφέρεται στή στάση τῶν ΗΠΑ ἐπί Κλίντον. «Εἶναι κράτος ἀβάφτιστο» λέει γιά τά Σκόπια. Ἔχει ἀρχίσει ἡ βροχή. Τά μάτια μου τσούζουν. Σκέπτομαι τούς συνταξιούχους πού τούς ψέκασαν μέ χημικά ἔξω ἀπό τό Μέγαρο Μαξίμου. Ἄν ἐμεῖς πού εἰσπνεύσαμε χημικά ἀπό μεσαία ἀπόσταση εἴμαστε τόσο χάλια, ἐκεῖνοι πῶς ἄντεξαν; Περνῶ ἀπό τήν γωνία μέ τήν Ἡρώδου Ἀττικοῦ. Οἱ «κλοῦβες» ἔχουν ἀποκλείσει τό πέρασμα. Ἑλλάς 2019: Πόσο θά ἀντέξουμε ἀκόμη;