«Ναί, τό ξέρω ὅτι ὁ Τέτσης ἔχει φτιάξει κι ἄλλα πορτραῖτα φίλων του, ἀλλά αὐτό τῆς “Α.Π” εἶναι τό μοναδικό στό ὁποῖο ὁ ζωγράφος δούλεψε μέ παστέλ» εἶπε ὁ φίλος, παλαιός φιλότεχνος, ἤρεμος καί χωρίς πολιτικά πάθη, πρός τόν ὁποῖο οἱ περισσότεροι ἀπό τήν παρέα εἴχαμε προστρέξει γιά νά δώσει μιάν ἐξήγηση γιά τό «πῶς βρέθηκε τό πορτραῖτο τῆς συνεργάτιδας τῆς ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ νά ἐκτίθεται στήν Ἐθνική Πινακοθήκη.»
«Δέν ξέρω ἄν ἤτανε παστέλι ἤ μαντολᾶτο, ἀλλά εἶναι βέβαιο ὅτι δέν μπαίνει πίνακας στήν Πινακοθήκη ἄν δέν δοθεῖ σῆμα ἀπό τό ὑπουργεῖο» εἶπε ὁ μονίμως ἀμφισβητῶν τούς πάντες φίλος, μέλος τῆς καθημερινῆς συντροφιᾶς, μέ τήν ὁποία διεξοδικῶς ἀναλύουμε τά συμβαίνοντα, χωρίς νά χρειάζεται νά «ξεκατινιαστοῦμε» στό διαδίκτυο.
«Ἀγαπητέ, παρ’ ὅτι γνωρίζω ὅτι ἔχεις μεσάνυχτα ἀπό Τέχνη, θά σοῦ πῶ ὅτι σέ ἕναν πίνακα κρίνουμε τήν δουλειά τοῦ ζωγράφου καί ὄχι τό θέμα. Ἄν δέν σ’ ἀρέσει, τό προσπερνᾶς, ἄν, ὅμως, ἕνα ἔργο σέ “κρατήσει”, τό περιεργάζεσαι, τό μελετᾶς, τό ἀναλύεις» τοῦ εἶπε ὁ φιλότεχνος καί «ξεναγός» τῆς παρέας στόν δύσβατο καί ὀλισθηρό χῶρο τῶν Τεχνῶν.
«Ἅμ’ πές μας το, ρέ φίλε! Γιά διαφήμιση τῆς Ἔκθεσης τό βάλανε ἐκεῖ τό πορτραῖτο! Για νά γίνει βαβούρα!» ἀπεφάνθη ἕτερον μέλος τῆς συντροφιᾶς, καί ἀρκετοί συμφώνησαν μαζί του. Ἄν στόχος μιᾶς ἔκθεσης ζωγραφικῆς εἶναι νά προκαλέσει συζητήσεις καί θόρυβο στούς κόλπους τοῦ φιλοτέχνου –καί ἴσως ὄχι μόνον αὐτοῦ– κοινοῦ, τότε τό ἐπίμαχο πορτραῖτο τήν ἔκανε σωστά τήν δουλειά του!
Ἀκούστηκε, βέβαια καί ὁ μονίμως πολέμιος τῆς «θολοκουλτούρας», ὅστις ἀνερωτήθη: «Γιατί δέν ξεσηκώθηκαν τώρα ἐκεῖνοι πού ἔσχιζαν τά ἱμάτιά τους γιά τόν βανδαλισμό τῶν ἔργων πού παρουσίαζαν τήν Παναγία καί τόν Χριστό ὡς ζόμπι καπνίζοντα; Τώρα, μέ ὅσα λένε, δέν θίγεται ἡ Τέχνη καί ὁ ζωγράφος;». Τόν ἀφήσαμε γρήγορα πίσω, γιά νά ἐπιστρέψουμε στόν ξεναγό μας.
«Δηλαδή, θέλεις νά μᾶς πεῖς ὅτι ἦταν τυχαία ἡ ἐπιλογή τοῦ πορτραίτου τῆς συνεργάτιδος τῆς κυρίας ὑπουργοῦ; Γιά χαζούς μᾶς πέρασες;» Ἐκεῖνος, ὅμως, ἐπέμεινε στήν ἄποψή του.
«Ἐμένα, ὡς φιλότεχνο καί μελετητή, μέ ἐνδιαφέρει ὅτι εἶναι τό μοναδικό πορτραῖτο πού φιλοτέχνησε ὁ Τέτσης χρησιμοποιῶντας παστέλ. Δευτερεύουσα ἤ ἐλάχιστη σημασία ἔχει ἡ ταυτότητα τοῦ ἀτόμου τό ὁποῖο ἀπεικονίζεται. Ἐξ ἄλλου, ὑπάρχουν παντοῦ, σέ ὅλες τίς πινακοθῆκες καί τίς ἐκθέσεις τοῦ κόσμου, προσωπογραφίες ἀνθρώπων τούς ὁποίους συμπαθοῦμε ἤ ἀντιπαθοῦμε. Ὁ καλλιτέχνης, ὅμως, ὅταν ζωγραφίζει, ἀποτυπώνει στόν καμβᾶ ἐκεῖνο πού ὁ ἴδιος κρίνει ὡραῖο καί θεωρεῖ ἐνδιαφέρον» ἀπεφάνθη ὁ φιλότεχνος.
Πάλι πετάχτηκε ὁ πολέμιος τῆς «κουλτούρας», ἐπιθετικότερος αὐτήν τήν φορά. «Βρέ, ἄς εἶχε ζωγραφίζει κάναν Ἄρη Βελουχιώτη, ἀκόμη καί τῆς κακιᾶς ὥρας, καί δέν θά μίλαγε κανένας! Ὕμνους θά γράφανε οἱ ἀριστεροί κουλτουριάρηδες καί οἱ δεξιοί δέν θά ἔβγαζαν μιλιά!» Τόν ἀφήσαμε πάλι στήν ἄκρη καί πιέσαμε τόν μύστη τοῦ χρωστῆρος γιά περαιτέρω ἐξηγήσεις.
«Ἀκοῦστε ἐδῶ. Τό ὅτι κανείς –μά κανείς– δέν μίλησε μέχρι στιγμῆς γιά τήν ποιότητα τοῦ ἔργου, γιά τά χρώματά του, γιά τήν χρήση, γιά μία καί μοναδική φορά, τοῦ παστέλ ἀπό τόν σπουδαῖο Τέτση, δείχνει ὅτι κανείς δέν ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν ζωγραφική, γιά τήν πραγματική, δηλαδή, αἰτία γιά τήν ὁποία πραγματοποιήθηκε ἡ ἔκθεση. Σᾶς λέει κάτι αὐτό;» μᾶς εἶπε καί ἄναψε τό τσιμπούκι του.
Υ.Γ: Είμαι εὐτυχής πού γνώρισα τόν σπουδαῖο Παναγιώτη Τέτση. Ἦταν Πειραιώτης, γνωστός οἰκογενειακός τῆς Ὑδραίας γιαγιᾶς μου Ζαφειρίας Ἐλευθερίου-Πατσουράκου. Θά ἐπισκεφθῶ τήν Ἔκθεση καί θά μελετήσω τό μοναδικό πορτραῖτο μέ παστέλ. Ἐλπίζω νά μήν ἀποσυρθεῖ.