ΑΥΤΕΣ τίς ἡμέρες τῶν Ἁγίων Παθῶν, ἄς ὑψωθῶμεν δι’ ὀλίγον ὑπεράνω τῶν φροντίδων τῆς ὑλικῆς ζωῆς.
Ἄς προσπαθήσωμεν νά βιώσωμεν τά ἰδεώδη τά ὁποῖα πρέπει νά καθοδηγοῦν τόν βίο μας στόν κόσμο. Αὐτό εἶναι τό νόημα τῶν ἡμερῶν. Ἡ Σταύρωσις εἶναι ἡ δοκιμασία τῆς ἐξιλεώσεως ἀπό τήν ὁποία ἡ Ἀνάστασις τοῦ Θεανθρώπου δείχνει τήν ὁδό τῆς πνευματικῆς ἀνατάσεως πού πρέπει ὁ κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς νά βιώσει.
- Tοῦ Εὐθ. Π. Πέτρου
Μεμψίμοιρα κάποιοι ἱστορικοί ἀναζητοῦν τεκμήρια περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἰησοῦ. Σχολαστικά κάποιοι ἄλλοι προσπαθοῦν νά χωρίσουν τήν ἱστορία τοῦ κόσμου σέ ἀρχαίους, μέσους καί νεωτέρους χρόνους. Καί δέν βλέπουν τό αὐταπόδεικτο. Ἡ ἱστορία χωρίζεται σέ δύο ἐποχές. Τήν πρό Χριστοῦ καί τήν μετά Χριστόν. Τέτοια ἦταν (καί εἶναι) ἡ σφραγῖδα τοῦ Ἰησοῦ στήν ἀνθρωπότητα. Τήν ἀναγνωρίζουν ὅλοι, Χριστιανοί καί μή, ὅταν λέγουν ὅτι διανύουμε τό ἔτος 2025. Καί τοῦτο εἶναι ἀρκετό τεκμήριο, ὄχι μόνον τῆς ὑπάρξεως ἀλλά καί τῆς μοναδικότητος τοῦ Θεανθρώπου.
Γιά ἐμᾶς τούς Ἕλληνες οἱ ἡμέρες ἔχουν καί τήν ἰδιαίτερη ἐθνική τους σημασία. Διότι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι συνυφασμένη μέ τόν νεώτερο ἑλληνισμό. Στίς δοκιμασίες τῆς Σταυρώσεως βλέπουμε τά δεινά πού βίωσε τό ἀρχαῖο μας ἔθνος, μέσα ἀπό τά ὁποῖα ἔφθανε πάντα στήν ἀνάσταση. Διά τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὁ ἑλληνισμός ἀνεστήθη ἀπό τήν ρωμαϊκή κατάκτηση καί κατέστησε ἑλληνική τήν αὐτοκρατορία τῆς Ἀνατολῆς.
Ἡ ὀρθοδοξία ἦταν πού κράτησε ἀρραγές τό ἔθνος στά μαῦρα χρόνια τῆς ὀθωμανικῆς σκλαβιᾶς, καί πού ἐνέπνευσε καί ὑπῆρξε ἡ κινητήριος δύναμις γιά τόν ἀγῶνα τῆς ἐλευθερίας πρίν ἀπό 200 περίπου χρόνια. Τήν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ταύτιζαν οἱ Ἕλληνες μέ τήν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἔθνους. Γιά αὐτό καί ὅταν πῆραν τά ὅπλα τό 1821 διεκήρυξαν ὅτι πολεμοῦν καί γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν Ἁγία καί γιά τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία. Καί μπορεῖ νά ὑπάρχουν ὁρισμένοι πού ἀμφισβητοῦν τό ἐάν ὑψώθηκε τό λάβαρο τῆς ἐπαναστάσεως στήν Ἁγία Λαύρα, ἀλλά οὐδείς μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει ὅτι σέ ὅλες τίς πόλεις καί τά χωριά τῆς Ἑλλάδος πού ἐπαναστατοῦσε, κάθε ἱερέας καί κάθε καλόγηρος ἦταν στούς δρόμους μέ ἕνα λάβαρο καί δυό φύλλα δάφνης καί εὐλογοῦσε τά ὅπλα τῶν ἐπαναστατῶν. Ἄρρηκτος λοιπόν ὁ δεσμός τοῦ χριστιανισμοῦ μέ τόν νεώτερο ἑλληνισμό.
Καί εἶναι ζωντανή ἡ ἀνάμνησις ἐκείνης τῆς προσδοκίας, καί γιά αὐτό ἡ ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως συνοδεύεται μέχρι σήμερα ἀπό ἐκρήξεις κροτίδων καί πυροτεχνημάτων, ἄν καί εἶναι καιρός τό ἔθιμο αὐτό νά περιορισθεῖ. Δέν θά μειωθεῖ ἡ ἀξία τῆς Ἀναστάσεως ὡς ἐθνικῆς προσδοκίας, ἀλλά θά ἐνισχυθεῖ ὁ πνευματικός χαρακτήρ τοῦ μηνύματος τοῦ Θεανθρώπου, πού εἶναι καί τό κύριο ζητούμενο στήν σημερινή ἐποχή. Οἱ ἄνθρωποι πεπλανημένοι ρέπουν πρός τόν ὑλισμό, τόν ὠφελιμισμό ἔχοντας χάσει τήν πυξίδα καί τόν προσανατολισμό τους. Ἡ ἐπανάστασις λοιπόν τῆς σήμερον πρέπει νά εἶναι πνευματική. Τό ἔθνος μας ἄλλως τε διά μέσου τῶν αἰώνων εἶχε ὑπεροχή πρωταρχικῶς πνευματική. Καί πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση πρέπει καί πάλι νά ὁδοιπορήσουμε.