«Ζέστη σήμερα, πᾶμε γιά μπάνιο;» εἶπε ὁ Διονύσης στό τηλέφωνο καί, αὐθορμήτως, ἀπάντησα καταφατικά.
Συνομήλικος, ἀλλά μέ κάτι περισσότερα κιλά ἐκεῖνος, ξέρετε, ἐκεῖνα πού μαζεύονται στά σημεῖα ὅπου πρό ἐτῶν εἴχαμε «κοιλιακούς», ἐνῷ τώρα σχηματίζεται κάτι σάν σωσίβιο!
Ἔχω μεγάλη ἀγάπη γιά τήν θάλασσα. Ἀνεξαρτήτως ἐποχῆς, ὅταν βρῶ τήν εὐκαιρία, θά βουτήξω, θά κάνω τίς «ἁπλωτές» μου καί θά ἀπολαύσω τό ὑγρό στοιχεῖο, μοναδική καί ἀέναη πηγή ἀναζωογονήσεως.
Παλαιότερα, ὅταν κατοικούσαμε παρά θῖν’ ἁλός, κάθε ἐποχή καί ἀνεξαρτήτως καιρικῶν συνθηκῶν, ξυπνοῦσα τό πρωί, κατέβαινα στήν παραλία, πού ἀπεῖχε ἀπό τήν κατοικία μας μερικά μόλις μέτρα καί ἔπεφτα στό νερό.
Ἀνοιγόμουν ὅσο ὑπολόγιζα ὅτι μοῦ ἐπέτρεπαν οἱ δυνάμεις μου νά γυρίσω χωρίς πρόβλημα καί ἔτσι, μέ ἕνα «μπές-βγές» πού διαρκοῦσε περίπου ἕνα εἰκοσάλεπτο, ἐπέστρεφα στό σπίτι, ἔκανα ἕνα ντούς καί πήγαινα στό γραφεῖο «πετῶντας»…
Αὐτά σκεπτόμουν καί τά ἔλεγα στόν Διονύση, καθώς ὁδηγοῦσε πρός τήν παραλία, ἀκούγοντας μουσική τῆς ἐποχῆς μας στό ἠχοσύστημα τοῦ αὐτοκινήτου.
-Τέλειος ὁ Τόμ Τζόουνς! μοῦ εἶπε, δυναμώνοντας τήν ἔνταση στό «Ντιλάιλα»…
-Ἔρχεται ἀρχές Ἰουνίου νά τραγουδήσει στόν Λυκαβηττό. Ἔχω κλείσει ἀπό τώρα εἰσιτήρια, ἄς τόν ἀπολαύσουμε ἔστω καί «ὄβερ ἔιτις» τοῦ λέω.
-Δέν ξέρω τί λές, ἀλλά ἀκόμη καί σήμερα ἔχει τεράστια ἐπιτυχία μέ τίς γυναῖκες!
-Ναί, τό ξέρω, ἡ σύζυγός του, Λίντα, εἶναι μαζί του περισσότερο ἀπό πενῆντα χρόνια! Τοῦ λέω καί γελάσαμε μέ …τό χιοῦμορ μας!
-Πενῆντα χρόνια; Καλά, πόσο εἶναι ὁ Τόμ; ρώτησε ὁ Παντελῆς, ἀπορημένος, δῆθεν…
-Ἔ, δέν θά ’ναι …λίγο μεγαλύτερός μας;
-Ἔ, ὄχι καί λίγο! Περισσότερο ἀπό δεκαετία! μοῦ ἀπάντησε ἐμφανῶς πιό ἥσυχος…
Εἴχαμε φθάσει στήν παραλία, ἀφοῦ εἴχαμε ἀκούσει καί ἄλλα ἄσματα μέ τόν Οὐαλλό τραγουδιστή, πού μᾶς ἄρεσε ἰδιαίτερα τήν ἐποχή κατά τήν ὁποία τά τραγούδια εἶχαν σχέση μέ αὐτό πού λέμε «μελωδία»…
Ἄν καί βρισκόμαστε ἀκόμη στόν Ἀπρίλιο, ὁ κόσμος πού ὑπῆρχε στήν παραλία –κι ἄς ἦταν ἀκόμη νωρίς σχετικά τό πρωί– ἦταν πολύ περισσότερος ἀπό ὅσο περίμενα.
Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πού ἀνάμεσα τούς ὑπῆρχαν καί πολύ νεότερες ἡλικίες. Βεβαίως, οἱ περισσότεροι ἦταν -μάλλον-συνταξιούχοι ἐνῶ κάποιοι εἶχαν μαζί καί τά ἐγγόνια τούς.
-Ἄντε, παπποῦ, πᾶμε νά βουτήξουμε… εἶπα στόν φίλο.
-Παπποῦς εἶσαι καί φαίνεσαι! Ἐμένα ὁ γυιός μου εἶναι τριάντα χρόνων κι ἐσύ ἔχεις ἐγγονή δεκάξι! Ποιός εἶναι, λοιπόν, παπποῦς; μοῦ σφύριξε ὁ «μεγαλοπαντρεμένος»…
Ἡ θάλασσα ἦταν μιά χαρά, σέ ἐλάχιστο χρόνο τήν εἶχα συνηθίσει καί ἀνοίχτηκα κάπως, ὅπως συνηθίζω… Δίπλα μου ἦταν μιά νέα γυναῖκα, ὄχι περισσότερο ἀπό τριάντα πέντε…
-Καλή εἶναι ἡ θάλασσα, ἔ; μοῦ λέει…
-Πολύ καλή. Ἐσεῖς, πῶς ἀπό ἐδῶ τόσο πρωί;
-Ξέρετε, μένουμε ἀπέναντι, λίγα μέτρα ἀπό τήν παραλία. Ξυπνῶ τό πρωί, χειμῶνα-καλοκαίρι, φοράω τό μαγιό, κατεβαίνω στήν παραλία, ἀνοίγομαι ὅσο ἀντέχω, ἐπιστρέφω, κάνω ἕνα ντούς καί πηγαίνω ἔπειτα στό γραφεῖο, εἶμαι στέλεχος ἀσφαλιστικῆς ἑταιρείας … «πετῶντας»!