Ὁ Γιῶργος Χαρωνίτης, πού ἔφυγε ἀπό κοντά μας ἥσυχα, ὅπως ἔζησε, στά μόλις ἑβδομήντα του χρόνια, ἦταν ἕνας ἐξαιρετικός δημοσιογράφος, ἕνας συνεπής στίς ἀρχές του ἄνθρωπος, μία ἤρεμη ‒ἄν καί Κρητικός‒ μορφή, ἕνα παιδί πού ἀσπάσθηκε τήν θρησκεία τῶν Μουσῶν ἀπό μικρός καί προσπάθησε νά μᾶς μεταδώσει ἐκείνη τήν πολύπλοκη μορφή πού ἔχει ἡ ἄδολη ἀγάπη γιά τήν Μουσική.
Ἀπολύθηκε ἀπό τό «Ἀθηνόραμα» ἔπειτα ἀπό συνεργασία τριάντα ἐτῶν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, πού μᾶς ἔκανε νά ἀγοράζουμε νωρίς-νωρίς τό περιοδικό γιά νά τόν διαβάσουμε. Ἡ φράση «Ἀπολύθηκε ὁ Χαρωνίτης» μᾶς φαινόταν πιό σκληρή κι ἀπό τήν πραγματικότητα. Μιλήσαμε τήν ἴδια μέρα. Κατάλαβα ἀμέσως ὅτι εἶχε ὑποστεῖ μεγάλο σόκ. Ἔπειτα ἀπό καμμιά ἑβδομάδα τοῦ ζήτησα τήν ἄδεια νά μιλήσω σέ ὅποιον μπορῶ, προκειμένου νά ἐπαναδραστηριοπιηθεῖ, φυσικά, στόν τομέα του. «Θά σοῦ χρωστῶ χάρη» μοῦ εἶπε, ἀλλά δέν τό κατάφερα. Ὁ ἕνας μοῦ ἔλεγε «ποιός εἶναι αὐτός», ὁ ἄλλος μοῦ ἔλεγε «καί ποιός εἶναι, ὁ Μορρικόνε», ὁ τρίτος μοῦ εἶπε «θά σοῦ ἀπαντήσω σύντομα», ἀλλά ὅσο μοῦ ἀπάντησε, ἄλλο τόσο ἔγινε πρωθυπουργός ὁ Κασσελάκης!
Μιλούσαμε, στό διαδίκτυο, σχεδόν κάθε μέρα. Διότι ἐγώ ἤμουν ἐκεῖνος πού τοῦ χρωστοῦσε καί τοῦ χρωστῶ. Κατ’ ἀρχάς, τοῦ ὀφείλω τό ὅτι μέσῳ τοῦ περιοδικοῦ πού ἐξέδωσε (καί πού τόν «ἔβαλε μέσα μέ τό κεφάλι», τό «Τζάζ καί τζάζ»), μπόρεσα νά ἀντιληφθῶ καί νά ἐντρυφήσω στό συγκεκριμένο εἶδος μουσικῆς, πού ἀγάπησα ἰδιαίτερα. Κι ἔτσι, ἄρχισα κι ἐγώ νά κάνω παραγγελίες στό ἐξωτερικό γιά βινύλια μεγάλων μουσικῶν τῆς τζάζ. Ἄν σήμερα ἡ δισκοθήκη μου περιλαμβάνει μερικά διαμάντια ἀπό τήν «Blue Note», αὐτό ὀφείλεται στόν Χαρωνίτη. Κι ὕστερα, μέ κόλλησε τό μικρόβιο τῆς «Μορρικονίτιδας»! Ἦταν ὁ μεγαλύτερος μελετητής, θαυμαστής, φίλος, ἐρευνητής, ὀπαδός τῆς μουσικῆς τοῦ ἀνυπέρβλητου μουσουργοῦ Ἔννιο Μορρικόνε!
«Ἔχω νά σοῦ ἀναγγείλω, πρῶτος τό μαθαίνεις, ὅτι κλείσαμε τόν Μορρικόνε γιά τό Φεστιβάλ τό καλοκαίρι» τοῦ εἶπα, ἐκείνη τήν ἐποχή πού μαζί μέ τόν Γιάννη Καραχισαρίδη εἴχαμε τήν εὐθύνη τοῦ Φεστιβάλ Ἀθηνῶν καί Ἐπιδαύρου.
«Ἔχω νά σοῦ πῶ ὅτι τό γνωρίζω ἀπό τήν ἡμέρα πού ἀρχίσατε τίς συζητήσεις» μοῦ ἀπάντησε καί, φυσικά, ἔλεγε τήν ἀλήθεια. Κι ὅταν, στήν «Μεγάλη Βρεταννία» τελείωσε ἡ συνέντευξη τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ δημιουργοῦ (εἶχα τήν εὐτυχία νά κάθομαι δίπλα του καί νά μιλήσω μαζί του ἐπί μακρόν) ἦλθε καί μοῦ εἶπε «Εἶμαι συγκινημένος, ρέ φίλε!». Γιά ἐμένα ἦταν ἡ καλύτερη κουβέντα πού ἄκουσα καθ’ ὅλη τήν θητεία μου στό Φεστιβάλ.
Στό τέλος τῆς πρώτης βραδυᾶς, στεκόμασταν καί οἱ δύο, ἐμφανῶς συγκινημένοι, μπροστά στήν ὀρχήστρα. Τότε, μᾶς πλησίασε ὁ Ἀλέξανδρος Λυκουρέζος (ἦταν βουλευτής τῆς ΝΔ) πού πάντα, σέ ὅλες τίς παραστάσεις, καθόταν στήν πρώτη σειρά. «Μά, εἶναι δυνατόν; Φέρατε στό Ἡρώδειο λαϊκή μουσική;» μᾶς εἶπε, ἐμφανῶς ἀγριεμένος! Θεωροῦσε, κατά τήν δική του ‒σεβαστή‒ ἀντίληψη, ὅτι ἡ μουσική πού γράφεται γιά τόν κινηματογράφο εἶναι «δεύτερη». Ἀργότερα, συμφωνήσαμε ὅτι ναί, ὁ Μορρικόνε ἔγραψε λαϊκή μουσική, ὅπως ὁ Βέρντι, ὁ Πουτσίνι ὁ Ροσσίνι, ὁ Μπιζέ!
Ἀποχαιρετῶ τόν Γιῶργο Χαρωνίτη καί θά προσπαθήσω γιά τήν διοργάνωση ἑνός φεστιβάλ τζάζ κάθε χρόνο, εἰ δυνατόν στό Ἡρώδειο, ἀφιερωμένο στήν μνήμη του!