Μπήκαμε πλέον στήν προεκλογική περίοδο γιά τίς δημοτικές ἐκλογές. Καί ἤδη στά «σόσιαλ» γίνεται χαμός! Σκεφτεῖτε μόνον ὅτι ἡ μισή Ἑλλάδα θά εἶναι… ὑποψήφια!
Ἡ φαεινή ἰδέα τοῦ ΣΥΡΙΖΑ νά ἐπιβάλει τήν ἁπλή ἀναλογική στίς δημοτικές ἐκλογές μπορεῖ ἐκ πρώτης ὄψεως νά «ἀνοίγει τόν δρόμο στή δημοκρατία», ἀλλά ταυτόχρονα ἀνοίγει τήν ὄρεξη στίς παρέες νά ἀσχοληθοῦν (ἀπό ἀγάπη γιά τόν Δῆμο τους ἤ γιά τόν χαβαλέ) μέ τά δημοτικά.
Τό ἀντιλαμβάνομαι, καθώς μέ ἔχουν ἤδη πλησιάσει ἀρκετοί γνωστοί, οἱ ὁποῖοι «κατεβαίνουν» στίς ἐκλογές εἴτε ὡς ὑποψήφιοι δήμαρχοι εἴτε ὡς δημοτικοί, περιφερειακοί ἤ διαμερισματικοί σύμβουλοι. Χθές, πρωί-πρωί, χτύπησε τό τηλέφωνό μου. Κοίταξα τήν ὀθόνη καί εἶδα τό ὄνομα παλιοῦ φίλου, μέ τόν ὁποῖο εἶχα πολύ καιρό νά βρεθῶ.
«Πρέπει νά μιλήσουμε» μοῦ λέει μέ ὕφος σοβαρό. «Τί ἔγινε; Ἔπαθε τίποτε ἡ κυρά; Τά παιδιά καλά; Ὅλοι καλά;» ἐρωτῶ μέ ἔκδηλη ἀγωνία.
«Ὅλοι καλά, ἀλλά τό θέμα εἶναι ἀρκετά σοβαρό!» μοῦ ἀπαντᾶ καί ζητᾶ συνάντηση. «Σέ περιμένω στίς 12 στό καφέ “τάδε”. Νωρίτερα ἔχω μιά συνάντηση μέ κάποιους φίλους»…
«Θά εἶμαι ἐκεῖ» τοῦ λέω, καί ὁ νοῦς μου πάει πάντα στό κακό. «Συνάντηση μέ κάποιους φίλους. Κάποιος φίλος θά ἔχει ἀνάγκη» σκέπτομαι…
Ἀποφασίζω νά περπατήσω μέχρι ἐκεῖ. Εἶναι τρία-τέσσερα χιλιόμετρα, ἀπόσταση καί χρόνος ἀρκετός γιά νά σκεφθῶ τί μπορεῖ νά συμβαίνει… Ξεκινῶ, παπούτσια ἀθλητικά, ντύσιμο κατά τό δυνατόν ἐλαφρύ, ἄς εἶναι καλά τό εὐχάριστο διάλειμμα τῶν Ἀλκυονίδων. Μέ τή σκέψη νά πετᾶ ἀπό φίλο σέ φίλο «τί μπορεῖ νά ἔχει ὁ Γρηγόρης; Μιά χαρά τόν εἴδαμε προχθές. Ἀλλά μήπως εἶχε τίποτα ὁ Νῖκος, πού ἔγειρε στήν καρέκλα τοῦ οὐζερί πρίν κἄν παραγγείλουμε καί μᾶς ἄφησε χρόνους;». Φθάνω. Μέ περιμένει στήν πόρτα. «Πᾶμε πίσω, πού εἶναι ἥσυχα» μοῦ λέει πολύ σοβαρά. Τό ὕφος του μέ ἀνησυχεῖ. «Κάτι στ’ ἀλήθεια συμβαίνει ἐδῶ» σκέφτομαι…
«Κατεβαίνω γιά δήμαρχος!» μοῦ λέει κοφτά καί μέ ἐκπλήσσει. Σωστά εἶχα ἀνησυχήσει, τά πράγματα εἶναι σοβαρά. Τόν ξέρω χρόνια, ἔχει ἕνα κομπόδεμα, εἶναι μόνος του, ἔχει χωρίσει ἀπό παλιά, τό παιδί του ἔχει ἀποκατασταθεῖ. Κάποιου τοῦ ἔβαλαν τήν ἰδέα καί θά μείνει «ἄφραγκος» σκέπτομαι… «Καλά, πῶς; Γιατί; Πῶς σοῦ ἦρθε ἡ ἰδέα;» ρωτῶ καί μοῦ ἀνοίγει τήν καρδιά του…
«Ξέρεις ὅτι ἀπό παλιά ἀνακατευόμουν μέ τά κοινά» μοῦ λέει. «Ναί, ἀλλά δέν ἐξελέγης ποτέ» τοῦ ἀπαντῶ. «Ναί, ἀλλά τώρα ἔχουμε Κλεισθένη!» μοῦ λέει. «Καί τότε εἴχαμε Καλλικράτη» ἀντιτείνω. «Ναί, ἀλλά τώρα μέ ἕνα σεβαστό ποσοστό, εἴμαστε μέσα» μοῦ ἀπαντᾶ. Μοῦ ἀναλύει τό σχέδιο. Ἔχει ἤδη βρεῖ τούς ὑποψηφίους. Κυρίως παλιοί φίλοι καί φίλες. «Καί λεφτά; Ποῦ θά βρεῖτε λεφτά;» τόν ρωτῶ…
«Δέν χρειάζονται λεφτά. Θά δουλέψουμε μέ τά “σόσιαλ μήντια”. Ἤδη ἔχουμε σελίδα στό Facebook»! λέει μέ στόμφο καί μέ ρωτᾶ: «Θά βοηθήσεις;» τοῦ μίλησα, τοῦ ἐξήγησα, ἀλλά δέν ἔδειξε νά πείθεται. Ποῦ νά ἤξερε ὁ Κλεισθένης τί πέραση θά εἶχε μετά ἀπό τρεῖς χιλιάδες χρόνια! «Θά εἶσαι ὑποψήφιος;» μέ ρωτᾶ. «Ὄχι, μόλις ἀποφάσισα νά μεταδημοτεύσω» λέω καί χαιρετῶ…