Ἀξιόπιστος καθ’ ὅλα κύριος μοῦ διηγήθη, μέ ὑπέρτατην ἀηδίαν καί ἀγανάκτησιν, μίαν σκηνήν, τῆς ὁποίας εἶχε τήν ἀτυχία νά γείνῃ μάρτυς εἰς ἕνα ὄχημα τοῦ Ἠλεκτρικοῦ, μεταξύ Ἀθηνῶν καί Πειραιῶς.
Ἥρωες τῆς σκηνῆς δύο ἄγνωστοι, φέροντες τήν στολήν τοῦ ἀξιωματικοῦ καί ἀφίνοντες τήν ἀμυδρᾶν ἐλπίδα νά ὑποτεθῇ, ὅτι πιθανόν καί νά μήν ἦσαν παρά χυδαῖοι μετημφιεσμένοι. Ἀπέναντί των ἐκάθητο γνωστοτάτη κυρία, συνοδευομένη ἀπό τήν θυγατέρα της. Καί, ὅπως ἦτο πολύ φυσικόν, ἡ κυρία, ἔχουσα ἀπέναντί της δύο ἀξιωματικούς, δέν θά ἠμποροῦσε νά ὑποπτευθῇ ποτέ, ὅτι θά τῆς συνέβαινε τίποτε δυσάρεστον κατά τήν διάρκειαν τοῦ μικροῦ ταξειδίου της. Δι’ αὐτό ἀκριβῶς καί μερικάς κἄπως ὑπερβολικάς φιλοφρονήσεις τῶν ἀγνώστων περιωρίσθη νά τάς θεωρήσῃ ὡς ἐντελῶς ἱπποτικάς.
Ἀλλά πολύ γρήγορα ἡ ἀνύποπτος κυρία ἤρχισε νἀνησυχῇ. Οἱ ἄγνωστοι -ὅπως συνειθίζει νά λέγῃ καί τό Ἀστυνομικόν Δελτίον- ἄρχισαν νά κάμνουν μεταξύ των Πολιτικήν. Μίαν Πολιτικήν ὅμως διηνθισμένην μέ φράσεις καί λέξεις, ὄχι πλέον ἀκαταλλήλους διά σιδηροδρομικόν ὄχημα, ὅπου παρευρίσκονται καί κυρίαι, ἀλλ’ ἀκαταλλήλους καί διά χασισοποτεῖον ἀκόμη.
Ἀφοῦ ὕβρισαν τοιουτοτρόπως χυδαιότατα τόν Βενιζέλον, τήν Κυβέρνησιν, τούς Συμμάχους, τό Συνέδριον τῆς Εἰρήνης καί ἐκακοποίησαν τόν Θεόν, τήν Παναγίαν καί ὅλους τούς Ἁγίους, κατέληξαν νά εὕρουν τήν κατάστασιν ἀπελπιστικήν καί ὅλα τά πράγματα μαῦρα καί σκοτεινά. Δέν θά τούς καταγγείλω, ἐννοεῖται, ἐπί δυσμενείᾳ κατά τοῦ Καθεστῶτος, ὅπως δέν ἐσκέφθη νά τούς καταγγείλῃ καί ἡ κυρία, τῆς ὁποίας τό αἷμα ἤρχισε νά κοχλάζῃ μέσα της. Δυστυχῶς, δέν εἶνε οἱ μόνοι ὄφεις, οἱ θαλπόμενοι εἰς τούς κόλπους τοῦ καθεστῶτος μέ μίαν τρυφερότητα ἀνεξήγητον. Καί εἴμεθα πρό πολλοῦ συνειθισμένοι εἰς αὐτά καί μερικά ἄλλα.
Ἀλλ’ ἐάν τό Καθεστώς ἔχῃ τάς ἀλλοκότους συμπαθείας του, ἠμπορεῖ νά τάς ἔχῃ διά λογαριασμόν του. Μία ὅμως ἔντιμος κυρία δικαιοῦται καί αὐτή νά ἔχῃ τήν ἡσυχίαν της ταξειδεύουσα, καί νά μήν κινδυνεύῃ νά ἐνοχληθῇ ἀπό ἀνθρώπους φέροντας τήν στολήν ἀξιωματικοῦ, ὅπως δέν θά ἦτο πιθανόν νά ἐνοχληθῇ οὔτε ἀπό ἕνα παραληροῦντα χασισοπότην. Καί περί αὐτοῦ πρόκειται. Οἱ λαμποκοποῦντες δηλαδή ἄγνωστοι, ἀφοῦ ἄρχισαν τάς ἀναγνωρίσεις τοῦ ἐδάφους μέ βλέμματα καί μειδιάματα ἐμετικῆς γλυκύτητος, ἀπεφάσισαν καί τήν ἡρωϊκήν των ἔφοδον. Ὡμίλησαν διά τά μάτια τῆς κυρίας, διά τά χείλη της, διά τό ἀνάστημά της· καί τήν ἐπληροφόρησαν ὅτι εἶνε καθ’ ὅλα τῆς ἀρεσκείας των. Ἡ κυρία ὑπέμεινε τό μαρτύριον καρτερικῶς. Ἔξαφνα ὁ ἕνας γενναῖος εἶπε πρός τόν ἄλλον:
– Ποῦ θά βγῇς ἐσύ; Στό Μοναστηράκι; Ἐγώ θά βγῶ ὅπου βγῇ ἡ κυρία. Δέν τήν ἀφίνω οὔτε βῆμα!
Ὁ ἕνας ἐβγῆκεν ὁπωσδήποτε εἰς τό Μοναστηράκι. Ὁ ἄλλος ἐκράτησε τόν λόγον του καί ἐξηκολούθησε τό ταξεῖδί του. Τό τραῖνον ἐσταμάτησεν, ἐπί τέλους, εἰς τήν Ὁμόνοιαν. Ἡ κυρία ἐπῆρε τήν θυγατέρα της καί μίαν ὡραίαν ἀπόφασιν, τήν ὁποίαν εἶχε συλλάβει ἐν τῷ μεταξύ, κι’ ἐπραγματοποίησε τήν ἡρωικήν της ἔξοδον, ἀκολουθουμένη κατά πόδας ἀπό τόν γενναῖον.
Ἔξαφνα τόν ᾐσθάνθη πολύ πλησίον της καί ἤσκουσε μερικάς ἀηδεστάτας ἐρωτικάς ἐκδηλώσεις. Δέν ἠμπόρεσε νά κρατηθῇ πλέον. Καί μετ’ ὀλίγον ἕνας ἡρωϊκός μπάτσος ἔκαμε τόν γενναῖον νά ἰδῇ τόν οὐρανόν σφοντύλι, ἐν ᾧ τό πλῆθος τοῦ σταθμοῦ καί οἱ χωροφύλακες ἔσπευδον ν’ ἀπολαύσουν τό θέαμα τοῦ ὑπανθρώπου, μειδιῶντος τώρα ἠλιθίως, ὡς νά μήν εἶχε συμβῇ τίποτε ἀπολύτως.
Ἐπαναλαμβάνω ὅτι δέν καταγγέλλω τούς «ἀγνώστους», τούς φέροντας στολήν ἀξιωματικοῦ, ἐπί δυσμενείᾳ κατά τοῦ Καθεστῶτος. Νομίζω ὅμως ὅτι δικαιοῦμαι νά τούς καταγγείλω ἐπί δυσμενείᾳ κατά τῆς ἠθικῆς, τῆς εὐπρεπείας καί τοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Καί νά ἐλπίσω, χάριν τῆς ἀξιοπρεπείας τοῦ Στρατεύματος, ὅτι δέν θά μείνουν ἐπί πολύ ἄγνωστοι διά τούς ἁρμοδίους, ὅπως οἱ «ἄγνωστοι» τοῦ Ἀστυνομικοῦ Δελτίου, εἰς τήν κατηγορίαν τῶν ὁποίων προφανῶς ἀνήκουν, ἐάν τό ἐπιτρέπουν, ἐννοεῖται, οἱ τελευταῖοι.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ