ΠΗΓΑ προχθές βράδυ νά δῶ τήν «Εὐνοούμενη» τοῦ Γιώργου Λάνθιμου, ἐλαφρῶς προκατειλημμένος ἀπέναντί του.
Δέν μοῦ εἶχε ἀρέσει ὁ «Κυνόδοντας», γιατί ἔβαλε κατά τοῦ προτύπου τῆς ἑλληνικῆς οἰκογένειας, ἡ ὁποία παρά τά καλά κρυμμένα κάτω ἀπό τό χαλί προβλήματά της εἶναι θεσμός πού διαρκῶς σηκώνει τήν Ἑλλάδα στήν πλάτη της. Δέν μοῦ εἶχε ἀρέσει οὔτε τό «Ἱερό Ἐλάφι» –τήν εἶχα βρεῖ σκοτεινή αὐτήν τήν ταινία. Προέκταση τοῦ «Κυνόδοντα». Βάζοντας ἕναν πατέρα στό δίλημμα ποιό ἀπό τά δύο του παιδιά ἔπρεπε νά σκοτώσει, προσπάθησε νά γκρεμίσει τόν μῦθο τῆς ἑνωμένης καί ἀδιαπέραστης οἰκογένειας. Ἡ ἀνάγνωση καί μόνο τοῦ σεναρίου τῆς νέας του ταινίας (ὁ ἄγνωστος ἔρωτας τῆς Βασιλίσσης Ἄννας τῆς Μεγάλης Βρεταννίας μέ δύο ὑπηρέτριές τής) μοῦ εἶχε δημιουργήσει τήν ἐντύπωση ὅτι θά συνεχίσει στήν ἴδια ρότα: Ἀμφισβητοῦμε τήν οἰκογένεια, προβάλλουμε τά ἐναλλακτικά σεξουαλικά πρότυπα.
Μέ τόν Λάνθιμο ἤμουν προκατειλημμένος ὅμως γιά ἕναν ἀκόμη λόγο: Ἔχω παρακολουθήσει πολλές ταινίες τοῦ Μιχάλη Κακογιάννη, τοῦ Κώστα Γαβρᾶ, τοῦ Θόδωρου Ἀγγελόπουλου. Παρά τήν κοσμοπολίτικη ματιά τους δέν ἀπαρνήθηκαν ποτέ τήν ρίζα τους. Ἡ ματιά τους περιεῖχε πάντοτε ἰσχυρή δόση Ἑλλάδας. Ὁ Κακογιάννης –ὁ ὁποῖος μέ μία μόνο ταινία βασισμένη στό ὁμώνυμο βιβλίο τοῦ Καζαντζάκη γιά τόν Ζορμπᾶ ὅρισε τήν εἰκόνα τοῦ Ἕλληνα γιά δεκαετίες– εἶπε κάποτε στόν Χρῆστο Σιάφκο πώς «ὅσο πιό τοπική εἶναι ἡ ρίζα μιᾶς ταινίας τόσο πιό παγκόσμια γίνεται». Ὁ Γαβρᾶς, τοῦ ὁποίου τήν αὐτοβιογραφία διαβάζω αὐτόν τόν καιρό (ἐκδόσεις «Gutenberg»), δηλώνει Γάλλος ὡς πρός τήν σκηνοθετική ἀντίληψη, ἀλλά ἡ ματιά του καί ἡ θεματολογία του γυρίζουν γύρω ἀπό τήν Ἑλλάδα τακτικά. Ὁ Ἀγγελόπουλος στόν ὁποῖο πῆρα συνέντευξη σέ νεαρά ἡλικία τό 1992 στήν Κομοτηνή, τό ἴδιο. Μπορεῖ νά ἐπέλεξε τήν γκρίζα καί βαλκανική ἐκδοχή τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά παρέμεινε ἐδῶ.
Ὁ Γιῶργος Λάνθιμος ὁ ὁποῖος ἔχει τό ἐλαφρυντικό ὅτι εἶναι στήν ἀρχή-ἀρχή τῆς καρριέρας του, γιά τήν ὥρα δέν δείχνει ἐνδιαφέρον γι’ αὐτό. Εἶναι Ἕλλην σκηνοθέτης μέ ἀγγλόφωνη ματιά. Τό θέμα τῆς νέας ταινίας του –οἱ γυναῖκες καί ἡ ἐξουσία– ὑπηρετεῖται ἀπό ἀμφιλεγόμενα πρόσωπα τῆς βρεταννικῆς ἱστορίας. Θά μποροῦσαν κάλλιστα νά εἶναι καί τῆς ἑλληνικῆς. Φεῦ! Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους, λοιπόν, πέρασα προκατειλημμένος τήν εἴσοδο τοῦ Odeon Opera τῆς ὁδοῦ Ἀκαδημίας προχθές, βράδυ Δευτέρας. Ὁ κινηματογράφος ἦταν γεμᾶτος καί στίς δύο προβολές ἀπό νέα παιδιά 20-35 ἐτῶν τό πολύ. Μεγάλες ἡλικίες οὔτε γιά δεῖγμα. Αὐτήν τήν φορά ὅμως ἦταν ἀλλιῶς. Ἔπεσα ἔξω. Θέλετε πού ὁ Λάνθιμος ἄλλαξε σεναριογράφο –στήν θέση τοῦ Ἕλληνος Εὐθύμη Φιλίππου προσέλαβε ἕναν Αὐστραλό ὁ ὁποῖος ἔφερε πιό κοντά τό βαρύ σενάριο στό κοινό; Θέλετε ἡ ἔνταξη ἑνός καταπληκτικοῦ Ἕλληνα μοντέρ, τοῦ Γιώργου Μαυροψαρίδη στήν ὁμάδα του, ὁ ὁποῖος ἔδεσε ἁρμονικά καί ἔδωσε τέμπο στίς ἐντυπωσιακές λήψεις τοῦ Λάνθιμου; Θέλετε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Λάνθιμος δέν ἔπαιξε μέ τό σκάνδαλο, τίς λεσβιακές σχέσεις τῆς Βασιλίσσης μέ τίς δύο ὑπηρέτριές της, ἀλλά ἐπικεντρώθηκε στήν οὐσία τῆς ἱστορίας, στό σκιτσάρισμα τοῦ χαρακτῆρα μιᾶς «ὁριακῆς» Βασιλίσσης μέ πολλές ἀδυναμίες καί στήν διαπάλη δύο γυναικῶν γιά τήν ἐξουσία, παντί τρόπω; Θέλετε ὅτι γιά πρώτη φορά ὁ Ἕλλην σκηνοθέτησε ταινία μέ χαρακτηριστικά κωμωδίας; Ὅ,τι καί ἄν «θέλετε», αὐτήν τήν φορά ὁ Λάνθιμος γύρισε μία πολύ ὡραία ταινία καί ἐφεξῆς τό ὁμολογῶ: Θά πάψουν νά μέ καταπιέζουν τά δημοσιεύματα γιά τίς ὑποψηφιότητες καί τά Ὄσκαρ του. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μεγάλες δυνατότητες καί τοῦ ἀξίζει νά πατᾶ τίς κορυφές πού πατᾶ. Καί ὅσο θά ἀπελευθερώνεται ἀπό τό παρελθόν τό ὁποῖο τόν ὅριζε στήν θεματολογία-προσέγγιση τῶν ταινιῶν του, θά ἀνεβαίνει ψηλότερα.
Στήν «Εὐνοούμενη» ὁ Λάνθιμος περιγράφει μέ ἐξαιρετικό τρόπο κάτι πού γνωρίζουμε ἄριστα ὅσοι ἀσχολούμαστε μέ τό πολιτικό ρεπορτάζ καί ὄχι μόνο. Πόσο σκληρή μπορεῖ νά γίνει μιά γυναίκα, δέκα φορές περισσότερο ἀπό τούς ἀνεκτικούς καί συγχωρητικούς ἄνδρες, ὅταν ἀπαιτεῖται νά διεκδικήσει καί νά διαχειριστεῖ ἐξουσία. Ὁ τρόπος πού ἐκτοπίζει ἡ Ἔμμα Στόουν τήν προηγούμενη εὐνοούμενη τῆς Βασιλίσσης, ἀλλά καί ὁ τρόπος πού διατηρεῖ τήν ἐξουσία της, εἶναι συγκλονιστικός καί παραπέμπει στίς προσωπικές ἱστορίες τῆς Ἄγγελα Μέρκελ (ἔκανε πατροκτονία εἰς βάρος τοῦ πολιτικοῦ εὐεργέτη της Κόλ γιά νά ἀνέλθει) καί τῆς Μάργκαρετ Θάτσερ. Ἡ ἱστορία μέ τίς εὐνοούμενες τῆς Βασιλίσσης Ἄννας δείχνει ἐπίσης πώς ὅσο πιό ταπεινῆς καταγωγῆς εἶναι ἕνας εὐνοούμενος ἤ μιά εὐνοούμενη (ἡ Θάτσερ κόρη μπακάλη – ἡ ὑπηρέτρια Στόουν μεγάλωσε στίς λάσπες) τόσο πιό σκληρός καί ἀμείλικτος εἶναι στήν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας.
Ὁ Λάνθιμος δείχνει ἐπίσης καί κάτι ἄλλο ὑπηρετώντας τόν βασιλικό θεσμό μέσα ἀπό τό πλέον ἀδύνατο πρότυπό του, τήν «ὁριακή» Ἄννα. Τήν Βασίλισσα, ἡ ὁποία εἶχε κάνει 17 ἀποβολές, ζοῦσε μέ τά κουνέλια της καί λάμβανε ἀποφάσεις γιά τόν πόλεμο καί τήν φορολογία βάσει τῆς συναισθηματικῆς ἀσφάλειας πού τῆς ἔδιδε ἡ μεγαλύτερη στήν πραγματικότητα σύντροφος-ὑπηρέτριά της. Ὁ Λάνθιμος δείχνει, τέλος, ὅτι καί ἡ πλέον ἀδύναμη Βασίλισσα δέν ἐκβιάζεται. Ὅταν ἡ τέως εὐνοούμενή της τήν ἀπείλησε ὅτι θά δώσει στήν δημοσιότητα τίς ἐρωτικές ἐπιστολές της, ἐκείνη ἀντί νά καμφθεῖ τήν ἔδιωξε ἀπό τό παλάτι καί τήν ἐξόρισε ἀπό τήν Βρεταννία.
Στήν πραγματικότητα ὁ Γιῶργος Λάνθιμος μέ τό γρήγορο καί καθηλωτικό γύρισμά του αὐτήν τήν φορά δέν ἔκανε κωμωδία. Δέν ἔκανε κἄν ταινία γιά τίς σεξουαλικές ἐπιλογές μιᾶς ἰσχυρῆς γυναίκας. Ἔκανε μιά ταινία γιά τήν γυναίκα στήν ἐξουσία καί γιά τήν διατήρηση τῆς ἰσχύος μέ ὅλα τά μέσα, θεμιτά καί ἀθέμιτα. Αὐτός ὁ Λάνθιμος δέν ξέρω ἄν ἀξίζει Ὄσκαρ, ἀλλά σίγουρα ἀξίζει νά τόν δοῦμε. Νά τόν δοῦμε καί νά τοῦ ποῦμε καί κάτι ὅμως: νά μή γυρίζει τό βλέμμα του στήν Ἑλλάδα. Στήν ἑλληνική ματιά. Ἄν ἀσχοληθεῖ λίγο θά καταλάβει ὅτι αὐτή ἡ ματιά εἶναι παγκόσμια. «Ἑλλάδα εἶναι τό βλέμμα μου, ὁ τρόπος πού κοιτάζω τόν κόσμο» ἔγραψε κάποτε ἡ Λίνα Νικολακοπούλου.