Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 24 Φεβρουαρίου 1919
Ἐάν γείνῃ μία συστηματική ἀνάκρισις μεταξύ τῶν συλλαμβανομένων -διότι ὑπάρχουν καί οἱ ἀσύλληπτοι- λωποδυτῶν, εἶμαι ὑπερβέβαιος ὅτι θά ἀποδειχθῇ τό ἑξῆς: Οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτούς δέν εἶνε συστηματικοί λωποδύται. Εἶνε ἐρασιτέχναι, οἱ ὁποῖοι καταγίνονται ἁπλῶς νά δημιουργήσουν ἔκτακτα κέρδη. Ἔχουν, δηλαδή, τό κύριόν των ἐπάγγελμα τήν θέσιν των, τήν ἐνασχόλησίν των. Ἀλλά εἴτε διότι τό ἐπάγγελμά των, ὡς ἐκ τῆς φύσεώς του, δέν προσφέρεται εἰς ἔκτακτα κέρδη, εἴτε δι’ ἄλλους λόγους, θεραπεύουν, κατά τάς ὥρας τῆς σχολῆς των, καί τήν λωποδυσίαν, ὅπως ἄλλοι θεραπεύουν τάς Μούσας. Καί πραγματοποιοῦν ἀξιόλογα ἔκτακτα κέρδη, ἔχοντα καί τοῦτο τό προνόμιον, ὅτι, ὡς ἀπολύτως ἀνεξακρίβωτα, διαφεύγουν καί τήν ἀποχήν τοῦ νεαροῦ φορολογικοῦ Νόμου, χωρίς μάλιστα τήν βοήθειαν διπλῶν καταστίχων καί ἄλλων πολυπλόκων λογιστικῶν μέσων.
Τήν ὑπόνοιάν μου αὐτήν ἦρθε νά μοῦ ἐνισχύσῃ μία λωποδυτική ἐπιχείρησις, τῆς ὁποίας ἔγεινα αὐτόπτης μάρτυς εἰς τήν ἔξοδον ἑνός κεντρικοῦ Κινηματογράφου.
Ἐν ᾧ τό πλῆθος τῶν ἀπαρηγόρητων κυριῶν, μέ τόν πόνον εἰς τήν καρδίαν καί τά δάκρυα εἰς τούς ὀφθαλμούς διά τόν τραγικόν θάνατον τῆς πτωχῆς Φροῦ-Φροῦ, ἐγέμιζε μέ γλυκύπικρα πένθη πεζοδρόμιον τοῦ Κινηματογράφου, μιά ἐξαφνική γυναικεία κραυγή ἐτάραξε τήν εὐλαβῆ σιωπήν. Τί συνέβαινεν; Ἡ κυρία εἶχεν ὑποστῇ, ἁπλούστατα, λωποδυτικήν ἐπίθεσιν, ἀποτυχοῦσαν εὐτυχῶς δι’ αὐτήν. Ἀλλά ἡ ἀπόπειρα ὁπωσδήποτε εἶχε γείνῃ καί ἡ κυρία τήν περιέγραψε πρός τούς προσδραμόντας περιέργους. Ὡς μέθοδος, ἀξίζει, νομίζω, νά λάβῃ καί κἄποιαν εὐρυτέραν δημοσιότητα, πρός γνῶσιν καί συμμόρφωσιν. Ἡ κυρία λοιπόν ᾐσθάνθη κατά πρῶτον, ὅπως διηγεῖτο, ὅτι τό τσαντάκι της ἔγεινεν ἀποτόμως βαρύτερον.
Τό πρᾶγμα θά φανῇ ἀνεξήγητον, προκειμένου περί ἀφαιρέσως καί ὄχι περί προσθήκης βάρους. Ἀλλά ἡ συνέχεια τῆς περιγραφῆς τῆς μεθόδου θά ἐξηγήσῃ τήν φυσικήν αὐτήν ἀντινομίαν.
Ἡ κυρία, στραφεῖσα ἀποτόμως, κατώρθωσε ν’ ἀντιληφθῇ, εἰς διάστημα δευτερολέπτου, τούς ἑξῆς χειρισμούς. Ἕνα μαντῆλι, τό μαντῆλι τοῦ λωποδύτου, εἶχε ριφθῇ ἐπάνω εἰς τό χαῖνον τσαντάκι της. Ταυτοχρόνως σχεδόν εἶχεν ἀνασυρθῇ καί εὑρίσκετο εἰς τήν παλάμην τοῦ λωποδύτου. Ἡ κυρία αὐτομάτως, μέ μίαν ἀντανακλαστικήν σχεδόν κίνησιν, ἐπίασε τό χέρι τοῦ ἀχρείου μαζῆ μέ τό μαντῆλι. Καί μέσα εἰς τό μαντῆλι ᾐσθάνθη τό πορτμοναί της, τό ὁποῖον δέν εἶχεν εὑρεθῇ βέβαια ἐκεῖ μέσα ἀπό καλήν του θέλησιν. Ὁ λωποδύτης, πρό τοῦ αἰφνιδιασμοῦ, ἀφῆκε μαντῆλι καί πορτμοναί εἰς τά χέρια τῆς κυρίας καί, θεωρήσας ἀσύμφορον καί ἐπικίνδυνον νά ἐπιμείνῃ περισσότερον, ἐτράπη εἰς φυγήν. Ὅταν ἡ κυρία κατώρθωσε νά καλέσῃ εἰς βοήθειαν τό λαόν καί τήν φρουράν, ἦτο πλέον ἀργά. Ὁ λωποδύτης εὑρίσκετο ἤδη ἐκτός βολῆς.
Ἐκεῖνο ὅμως εἰς τό ὁποῖον θέλω νά καταλήξω εἶνε τό ἑξῆς. Τό θῦμα κατώρθωσε νά περιγράψῃ μέ ἀρκετήν ἀκρίβειαν τόν ἄγνωστον. Ἦτο ἕνα παιδί 13-14 ἐτῶν, μέ μπλούζαν μικροϋπαλλήλου παντοπωλείου ἤ ἐδωδιμοπωλείου, κατά τήν ἀντίληψίν της. Δέν ἦτο λοιπόν ἕνας λωποδύτης τῆς καρριέρας. Καί αὐτό εἶνε τό σημαντικόν.
Ὁ ὑποτιθέμενος μπακαλόγατος, ἐν τῇ ἐξασκήσει τοῦ ἐπαγγέλματός του, εὑρίσκετο καθημερινῶς πρό τοῦ μεγαλοπρεποῦς θεάματος τῆς ἡμέρας, ποῦ εἶνε τά ἔκτακτα κέρδη, τά ἀποκαλούμενα, ὡς γνωστόν, ἄλλοτε ἐπί τό μεταφυσικώτερον, εἰς τήν γλῶσσαν καί ὑπό τό ρωμαντικόν πνεῦμα ἄλλων ἐποχῶν, «ἄδηλοι πόροι». Ἔβλεπε δηλαδή τόν κύριόν του πραγματοποιοῦντα συνεχῶς μεγαλοπρεπῆ ἔκτακτα κέρδη, τούς μεγαλειτέρους ὑπαλλήλους τοῦ μαγαζιοῦ ἐπίσης, τούς πελάτας ὁμοίως. Τῶν τελευταίων τά ἔκτακτα κέρδη δέν ἦτο ἀνάγκη νά τά ἴδῃ. Τά ἐμάντευεν ἀπό τάς μεγαλοπρεπεῖς των χειρονομίας εἰς τά ψώνια, χειρονομίας μή δικαιολογουμένας ἀπό τήν θέσιν των ἤ τό ἐπάγγελμά των. Ὅλοι λοιπόν εἰς τόν κόσμον αὐτόν εἶχαν ἔκτακτα κέρδη. Καί μόνον αὐτός δέν εἶχεν. Ἔπρεπε ν’ ἀποκτήσῃ!
Θά ἐδοκίμασεν ἴσως νά κλέψῃ τόν ἀφεντικόν του καί δέν τό κατώρθωσεν. Ἔστρεψε λοιπόν ἀλλοῦ τήν δραστηριότητά του. Εἶδε τήν κυρίαν μέ τό τσαντάκι. Καί τό ἐβούτηξεν. Ἀπέτυχεν. Ἴσως εἰς μέλλουσαν ἀπόπειραν νά εἶνε εὐτυχέστερος. Τό ζήτημα εἶνε ὅτι αἱ ἐπιχειρήσεις τοῦ εἴδους αὐτοῦ ἀρχίζουν νά ἐπεκτείνωνται ἐπικινδύνως. Καί δέν βλέπω ἄλλην σωτηρίαν ἀπό μίαν ἔκκλησιν πρός τούς ἐξ ἐπαγγέλματος λωποδύτας. Τό συμφέρον των ν’ ἀναλάβουν αὐτοί τήν καταδίωξιν τῶν ἐρασιτεχνῶν, οἱ ὁποῖοι, θηρεύοντες ἔκτακτα κέρδη, μειώνουν τήν μερίδα τῶν τακτικῶν κερδῶν, ἡ ὁποία τούς ἀνήκει. Καί ὑποθέτω ὅτι θά λάβουν τά μέτρα των.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ