Παρακολουθῶ τήν εἰδησεογραφία καί τρομάζω. Δέν μπορῶ νά ἀναγνωρίσω τήν Ἑλλάδα, τήν ἑλληνική κοινωνία, ἐμᾶς τούς ἴδιους!
Καί δέν μέ νοιάζει ἄν «γίνονται παντοῦ τά ἴδια», δέν μέ ἀπασχολεῖ. Μέ πονᾶνε, ὅμως, αὐτά πού γίνονται στήν Ἑλλάδα!
Διώκεται ἡ ἰδιοκτησία, φορολογεῖται ἀγρίως ὅποιος ἀπέκτησε μιά ἀξιοπρεπῆ κατοικία ἤ δημιούργησε μιά ἐπιχείρηση, ὑπάρχει μιά «ἀνεξάρτητη ἀρχή» ἡ ὁποία ἀποφασίζει γιά τήν φορολόγηση καί τήν καταδυνάστευση τῶν πολιτῶν. Καθημερινά πληροφορούμεθα ὅτι «ἀρχίζει σαφάρι κατά τῆς φοροδιαφυγῆς», ἀνακοινώσεις ὅτι «ἀνοίγουν καί οἱ θυρίδες», ἐξαγγελίες γιά «ἔφοδο τῆς Ἐφορίας» (δέν ὑπάρχει πλέον «Ἐφορία» ὅπως τήν ξέραμε ἀλλά μιά «ἀνεξάρτητη» ἀρχή πού δίνει λόγο «ἔξω ἀπό ἐδῶ»), ἕνα κλῖμα διώξεων καί «κυνηγιοῦ», μέ τόν πολίτη νά προσπαθεῖ νά καταλάβει ἄν προφυλάσσεται ἡ πρώτη του κατοικία, ἄν θά μπορέσει νά διακανονίσει τό δάνειό του, ἄν θά μπορέσει νά ἀντεπεξέλθει στήν ἐπέλαση τῶν χρεῶν καί τῶν ἀπαιτήσεων…
Καί δέν μπορῶ νά δεχθῶ ὅτι ὅλη αὐτή ἡ βαρβαρότητα, ὅλη αὐτή ἡ γκρίζα ἐπένδυση ἡ ὁποία ἔχει τυλίξει τήν χώρα καί τήν ζωή μας εἶναι «ἐκσυγχρονισμός».Δέν θέλω νά πιστέψω ὅτι ἡ κοινωνία τήν ὁποία οἰκοδομοῦμε εἶναι «σύγχρονη» καί «σύμφωνη μέ τά διεθνῆ πρότυπα». Θυμᾶμαι, παλιότερα, πού ἔβλεπα –παιδί– στίς βιτρίνες κάποιων καταστημάτων κάτι περίεργα σήματα. Ρωτοῦσα νά μάθω καί μοῦ ἔλεγαν ὅτι ὑπάρχουν κάποιες «κάρτες», μέ τίς ὁποῖες μπορεῖς νά ψωνίσεις χωρίς νά δίνεις χρήματα! Μοῦ προκαλοῦσε ἀπορία ἀλλά καί θαυμασμό τό ὅτι κάποιος, μέ μιά πλαστική κάρτα, μποροῦσε νά ἀγοράσει πράγματα, χωρίς νά δώσει τά χρήματα, μέ τά ὁποῖα κάναμε ὅλοι τότε τίς συναλλαγές μας.
Ποτέ δέν φανταζόμουν ὅτι σήμερα θά ἤμουν ὑποχρεωμένος νά κάνω τίς συναλλαγές μου μέ τίς «κάρτες», ὅτι τά «μετρητά» θά εἶχαν δαιμονοποιηθεῖ, ὅτι ἡ ἀσφάλεια πού αἰσθανόσουν ὅταν «εἶχες λεφτά στήν τσέπη» θά εἶχε σχεδόν ποινικοποιηθεῖ.
Νά μέ συμπαθᾶτε, ἀλλά νομίζω ὅτι πολύ καλύτερη ἦταν ἡ ζωή ὅταν δέν ὑπῆρχε ὅλος αὐτός ὁ ἠλεκτρονικός ἔλεγχος, ὅταν δέν εἶχες παντοῦ «μάτια» γιά νά σέ παρακολουθοῦν, ὅταν οἱ Τράπεζες δέν ἦταν δυνάστες καί ὅταν ὁ πολίτης μποροῦσε νά πάει στόν Ἔφορο καί νά συζητήσει μαζί του σάν ἄνθρωπος. Ναί, ναί, ξέρω, θά μοῦ πεῖτε ὅτι ὑπῆρχε τό «λάδωμα», ὅτι στίς Ἐφορίες ὑπῆρχε «διαφθορά», ὅτι ὑπῆρχαν οἱ «ἐπιτήδειοι» πού πουλοῦσαν «διαμεσολάβηση», ὅτι ὑπῆρχε πάντα ὁ «ἰδιαίτερος» τοῦ βουλευτῆ ἤ τοῦ ὑπουργοῦ. Ναί, θά τά δεχθῶ ὅλα καί παραδέχομαι ὅτι ὑπῆρχαν. Ἀλλά εἴμαστε καλύτερα σήμερα; Εἴμαστε καλύτερα μέ τόν πλοῦτο νά βρίσκεται στά χέρια ἐλάχιστων καί τόν κόσμο νά πηγαίνει ἀπό τό κακό πρός τό χειρότερο; Εἴμαστε καλύτερα σήμερα μέ τήν ἐπέλαση τῆς «πληροφορικῆς», ἡ ὁποία ἐλέγχει ἀπό τήν συναλλαγή μέχρι τά συναισθήματά μας; Εἴμαστε καλύτερα σήμερα, μέ χιλιάδες ἠλεκτρονικούς «φίλους» τούς ὁποίους οὐδέποτε ἔχουμε συναντήσει; Εἴμαστε καλύτερα μέσα σέ μιά εἰκονική πραγματικότητα, μέσα σέ μιά δῆθεν «πληροφόρηση»;
Ἴσως νά φαίνομαι «παλαιομοδίτης», ἀλλά ἐγώ νοιώθω «προοδευτικός». Γιατί βλέπω ἀκόμη τούς φίλους μου, πίνω καφέ μαζί τους καί παίζω τάβλι μέ τά πούλια νά κελαηδᾶνε!