Θά εἶναι περίπου δώδεκα. Μπαίνω στόν «Ἠλεκτρικό» στήν Κηφισιά. Πίσω μου περνοῦν γρήγορα δύο κυρίες –καλοντυμένες– πού δέν «χτυποῦν» εἰσιτήριο.
Εἶναι κάτι πού μέ ἐκνευρίζει ἀφάνταστα. Ὅπως καί ὅταν μπαίνουν στό λεωφορεῖο ἤ τό τρόλλεϋ, δέν χτυποῦν τήν κάρτα τους στό μηχάνημα, στρογγυλοκάθονται –τζαμπατζῆδες– στήν θέση τους καί δέν ντρέπονται!
Στήν πρώτη στάση μπαίνει ἕνας περίεργος ρακένδυτος νέος, ὁ ὁποῖος μόλις τό τραῖνο ξεκινᾶ ἀρχίζει νά φωνάζει σπαρακτικά ἀλλά καί ἐκκωφαντικά συγχρόνως: «Πεινάω»! Σαστίζω. Δέν ἔχω ξανακούσει τέτοιο πρᾶγμα. Συνήθως οἱ ἐπαῖτες τοῦ συρμοῦ ἀπαγγέλλουν κάποιο κείμενο καί ἁπλώνουν τό χέρι. Ὁ συγκεκριμένος φωνάζει καί σέ κάνει νά νιώθεις περίεργα. Ἔχω βάλει τό χέρι στήν τσέπη καί τόν βλέπω νά σκύβει πάνω ἀπό τό κεφάλι μιᾶς ἡλικιωμένης κυρίας, πού δείχνει ἀφηρημένη. «Πεινάω, σοῦ εἶπα!» τῆς λέει, σχεδόν οὐρλιάζοντας! Ἡ γυναίκα ἀλαφιάζεται, τά μάτια της διαστέλλονται καί ἀρχίζει νά κλαίει! Ἀπό φόβο μᾶλλον, παρά ἀπό οἶκτο γιά τόν ἐπαίτη, πού τῆς ἔχει –κατά κάποιον τρόπο– ἐπιτεθεῖ! Κι ἐνῶ κανείς μας δέν ἔχει ἀκόμη καταλάβει τί ἔχει συμβεῖ καί πῶς πρέπει νά ἀντιδράσει, τό τραῖνο φθάνει στήν ἑπόμενη στάση καί ὁ νεαρός πετάγεται σάν αἴγαγρος ἔξω, μέ κινήσεις κάθε ἄλλο παρά πεινασμένου καί ἀδύναμου ἀνθρώπου! Τό τραῖνο φεύγει καί ἡ κυρία ἐξακολουθεῖ νά κλαίει, κατατρομαγμένη. «Ἠρεμῆστε, κυρία μου» τῆς λέει ὁ παρακαθήμενός της καί, πράγματι, ἠρεμεῖ…
Ἐν τῶ μεταξύ ἔχει μπεῖ μιά νέα γυναίκα, ντυμένη φτωχικά ἀλλά καθαρή. Στέκεται στό κέντρο τοῦ βαγονιοῦ καί μᾶς πληροφορεῖ, μέ καθαρή καί σταθερή φωνή, ὅτι ὀνομάζεται «τάδε», εἶναι χήρα, δέν παίρνει σύνταξη, ὅτι ὁ ἄνδρας της δέν εἶχε ἀρκετά συντάξιμα χρόνια, διαμένει στόν Κορυδαλλό, ὁδός Ψαρρῶν, σέ σπίτι μέ ἐνοίκιο, καί πρέπει νά πληρώσει στόν σπιτονοικοκύρη ἕξι ἐνοίκια, ἀλλιῶς θά τήν πετάξει στόν δρόμο. Μᾶς δείχνει καί μιά φωτογραφία ἑνός παιδιοῦ καί μᾶς λέει ὅτι εἶναι ὁ γιός της, ἐννέα ἐτῶν, πού πηγαίνει σχολεῖο καί κινδυνεύει νά μείνει ἄστεγος. Δέν ἐπαιτεῖ, πουλάει χαρτομάντηλα. Ἀγοράζω ἕνα πακέτο καί δίνω ἕνα εὐρώ. Μοῦ δίνει πενῆντα λεπτά ρέστα, τῆς λέω νά τά κρατήσει. «Ὁ Θεός νά σᾶς ἔχει καλά» μοῦ λέει καί θυμᾶμαι τή μάνα μου: «Δίνε ὅταν ἔχεις, ποτέ δέν πᾶνε χαμένα»…
Στήν ἑπόμενη στάση μπαίνει ἕνας ἄνδρας, πού ἔχει χάσει τό δεξί του χέρι. Μᾶς πληροφορεῖ ὅτι εἶναι ἀνάπηρος, δέν ἔχει ἐργασία καί πουλάει στυλογράφους καί ἀναπτῆρες. Ἄν καί δέν καπνίζω (ἔχω ἕνα ρημάδι ἠλεκτρονικό, πού τό ξεχνῶ σχεδόν πάντα στό σπίτι κι ἔτσι ἔχω κόψει τό κάπνισμα), ἀγοράζω ἕναν ἀναπτῆρα, ἔναντι ἑνός εὐρώ καί θυμᾶμαι ὅτι, πρίν ἀπό τήν ἔνταξη στήν ΟΝΕ, οἱ ἀναπτῆρες αὐτοί ἐπωλοῦντο πρός πενῆντα δραχμές…
Ἔχουμε φθάσει στήν Βικτώρια. Μπαίνει ἕνας ἄνδρας, ἀκαθορίστου ἡλικίας, ἀδύνατος, ἕτοιμος νά καταρρεύσει. Πρέπει νά εἶναι ἀπό τά θύματα τῶν ναρκωτικῶν, πού παρεπιδημοῦν στό Πεδίον Ἄρεως. Σηκώνομαι καί τοῦ δίνω τή θέση μου. Σωριάζεται καί βυθίζεται ἀμέσως. Κατεβαίνω στήν Ὁμόνοια. Τί περίεργο ταξίδι, ἀλήθεια…