Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 8 Ἀπριλίου 1919
Ἐνθυμεῖσθε τό περίφημον Ροδίτικο τραγοῦδι; Κ’ ἐμένα μέ σκοτώσανε γιά ἕνα ζευγάρι ρόδα ἐτραγουδοῦσεν ἡ τραγική ἡρωΐς, τήν ὁποίαν ἐσκότωσαν τ’ ἀδέρφια της διά τό φοβερόν ἁμάρτημα ὅτι ἐδέχθη ἀπό τά χέρια ἑνός παλληκαριοῦ τήν ἁγνήν προσφοράν δύο ρόδων. Ἡ ἱστορία ἐπανελήφθη πρό ὀλίγων ἡμερῶν εἰς τάς Ἀθήνας, μέ τήν διαφοράν ὅτι ἡ ἡρωΐς ἦτον ἕνα κοριτσάκι εἰκοσιέξη μηνῶν (τό μηνῶν δέν εἶνε τυπογραφικόν λάθος), ὅτι τούς ἀδελφούς εἶχαν ἀντικαταστήσει δύο χωροφύλακες, ὅτι τά ρόδα ἀνῆκον εἰς τόν Βασιλικόν Κῆπον, ὅτι ὁ Ἔρως, φυσικά, δέν εἶχε μεσολαβήσει καί ὅτι ἡ μικροσκοπική ἡρωΐς, ἀντί νά φονευθῇ, ὡδηγεῖτο εἰς τό Ἀστυνομικόν Τμῆμα, διά τά περαιτέρω. Ἡ ἱστορία δηλαδή ἐπανελήφθη ὀλίγον ἐκφυλισμένη, ἀλλά ὄχι ὀλιγώτερον ἐνδιαφέρουσα καί ὀλιγώτερον τραγική διά τοῦτο. Ἀλλ’ ἄς διηγηθῶμεν τά πράγματα, ὅπως συνέβησαν, χωρίς νά ἐπικαλεσθῶμεν καθόλου, αὐτήν τήν φοράν, διακοσμήτριαν τήν Μοῦσαν τοῦ Χρονογραφήματος.
Ἡ μπεμπέκα συνωδεύετο εἰς τόν νέον αὐτόν παράδεισον τῶν Ἀθηνῶν ἀπό τήν νταντά της, ἡ ὁποία καί ἔσυρε τό μικροσκοπικόν ἁμαξάκι τῆς σεπτῆς της κυρίας. Τό ἁμαξάκι ἐσταμάτησεν ἐμπρός εἰς κἄποιο ἀνθισμένον παρτέρ, ἡ νυφοῦλα τοῦ παραμυθιοῦ ἀπεβιβάσθη ἀνάμεσα εἰς τά ἄνθη καί τῇς πεταλοῦδες, καί ἡ πτωχή νταντά, παραδώσασα τήν ἀδερφοῦλαν τῶν λουλουδιῶν εἰς τά ἀδερφάκια της, ἐκάθισε ν’ ἀναπαυθῇ σέ κἄποιον μπάγκον, χωρίς καμμίαν κακήν προαίσθησιν. Ἔβγαλε τό ἐργόχειρόν της καί ἄρχισε νά κεντᾷ. Ἔξαφνα μία ἀγρία φωνή ἠκούσθη ἀπό τό βάθος τῶν δένδρων καί τῶν σκιῶν:
– Ποῦ τἄκοψες, μωρή, τά τριαντάφυλλα; Αἴ; Ποῦ τἄκοψες; Τί θάρρεψες πῶς εἶν’ ἐδῶ; Τό ρημάδι τοῦ πατέρα σου; Ἐδῶ εἶνε Βασιλικό Περιβόλι!…Κ’ ἐσύ, ποῦ τἄχεις τά μάτια σου παλῃόγερε; Γιατί σ’ ἔχουνε φύλακα ἐδῶ μέσα; Εἰς τήν φωνήν αὐτήν εἶχεν ἀπαντήσει ἄλλη ἄγρια φωνή διαμαρτυρομένη διά τήν ἀποδιδομένην ἐνοχήν ἐν ὀνόματι τῶν δύο ματιῶν, ποῦ ἔχει ἕκαστος ἄνθρωπος καί τά ὁποῖα ὁ Θεός δέν τοῦ ἐτοποθέτησε καί εἰς τά ὀπίσθιά του, διά νά βλέπῃ ὅλα τά «μούλικα», ποῦ τριγυρίζουν ἐμπρός του καί ὀπίσω του. Καί ἀπό ἀπαντήσεως εἰς ἀπάντησιν ἡ λογομαχία εἶχεν ἐξελιχθῇ εἰς ἄγριον καυγᾶν, ὀπίσω ἀπό μίαν συστάδα δένδρων ὅπου δέν ἔφθαναν τά βλέμματα τῆς πτωχῆς νταντᾶς. Ἀλλά καί πάλιν δέν ἠμποροῦσε νά ὑποπτευθῇ τίποτε κακόν. «Ἄντροι εἶνε καί μαλώνουνε!» εἶπε μέσα της κ’ ἐξηκολούθησε τό κέντημά της. Ἔξαφνα ἕνας ἀπελπιστικός παιδιάτικος θρῆνος, εἰς τόν ὁποῖον ἡ πιστή νταντά ἀνεγνώρισε τήν φωνολῦαν τῆς μπεμπέκας, ἀνεμίχθη μέ τήν ἀγρίαν λογομαχίαν:
– Ἀφῆτέ με!… Ὤ! ὤ! ὤ! Ἐν τό ξανακάνω! Ἀφῆτέ με!… ὠδύρετο ἡ μικροῦλα μέ τόνον ἑνός μικροῦ πλάσματος προσπαθοῦντος νά λυτρωθῇ ἀπό δύο χέρια, ποῦ τό ἐκρατοῦσαν καί τό ἔδερναν.
– Ὤ δυστυχία μου! ἔβαλε τῇς φωνές ἡ πτωχή νησιώτισσα καί ἔτρεξε πρός τό σύνδενδρον, ἀπό τό ὁποῖον ἔφθανεν ὁ θρῆνος. Ἐκεῖ εὑρέθη πρό τρομεροῦ θεάματος. Ἡ Ἐξουσία ἔσυρε τόν Ἔνοχον πρός τόν Νόμον, ἐν ᾧ δύο ρόδα ἐξεφυλλίζοντο εἰς τό πέρασμα τῆς ἐπιβλητικῆς πομπῆς. Ὁ Ἔνοχος ἦτο ἡ μπεμπέκα!
– Στό Τμῆμα! Στό Τμῆμα! ἐκραύγαζεν ἡ Ἐξουσία. Ἡ νταντά ὥρμησεν ἔξαλλη ν’ ἁρπάξῃ τό πτωχόν πλάσμα ἀπό τά χέρια τῆς ἀμειλίκτου Ἐξουσίας. Ἀλλά ἡ Ἐξουσία δέν ἐκάμπετο.
– Στό Τμῆμα! Στό Τμῆμα! Δέν τ’ ἀκούω ἐγώ αὐτά. Ἄν ἔχῃ πατέρα, νἀρθῇ ἐκεῖ ὁ πατέρας του, νά ἰδοῦμε τί θά γείνῃ… Καί τοῦ λόγου σου λίγα λόγια! Γιατί σέ χώνω, ξέρεις, κ’ ἐσένα μέσα, «ἐπί παρεμποδίσει τῆς Ἀρχῆς εἰς ἐκτέλεσιν ἐπιτεταγμένης ὑπηρεσίας». Τ’ ἀκοῦς; Ὁ τρομερός ἄνθρωπος ἤξευρε τούς νόμους νεράκι, ἀπέξω καί ἀνακατωτά. Καί, ἐμπρός εἰς τά θεῖά του Ἑλληνικά, ἔντρομη ἡ ἀγράμματη γυναικοῦλα, εἶδεν ὅτι δέν τῆς ἔμενεν ἄλλο παρά νά ὑποταχθῇ καί νά ὑποκύψῃ.
– Νά τό βάλουμε τοὐλάχιστον στό καροτσάκι του τό παιδί! ἱκέτευσε μετά δακρύων. Καί νἀρθῶ κ’ ἐγώ ἀπό κοντά…Ἡ Ἐξουσία ἔστερξεν ἐπιεικῶς νά δεχθῇ τήν τελευταίαν πρότασιν, καί οὕ ὡς ἐγένετο. Μετ’ ὀλίγον οἱ διαβάται τῆς Λεωφόρου Ἀμαλίας ἔβλεπεν παρελαύνουσαν μίαν μυστηριώδη πομπήν. Ἐμπρός ἕνας χωροφύλαξ, πίσω τό καρροτσάκι μέ τήν ὀλολύζουσαν μπεμπέκαν, κατόπιν ἡ νταντά ὀδυρομένη καί, μετ’ αὐτήν, κλείων τήν πομπήν ἕνας ἄλλος χωροφύλαξ, κρατῶν εἰς τήν δεξιάν του τό σῶμα τοῦ ἐγκλήματος, δύο ξεφυλλισμένα ρόδα. Καί ἡ πομπή ἐπροχώρει πρός τό Τμῆμα. Ἔξαφνα, ὡς εὐεργετικός θεός ἀπό μηχανῆς, ἐνεφανίσθη ἕνας ἀξιωματικός, ὁ ὁποῖος ἐσταμάτησε τήν παράδοξον πομπήν.
– Τί τρέχει; ἐρώτησε κατάπληκτος.
– Εὐπειθῶς ἀναφέρω, κύριε ὑπολοχαγέ… Ἀλλά ἡ εὐπηθής ἀναφορά ἔμεινεν ἕως ἐκεῖ. Ὁ ὑπολοχαγός εἶδε τόν ἐξωφρενισμόν, ἀνεγνώρισε τό παιδάκι, τό ὁποῖον ἀνῆκεν εἰς φιλικήν του οἰκογένειαν, ἐπῆρε σημείωσιν τοῦ ὀνόματος τοῦ χωροφύλακος καί ἔθεσε τέρμα εἰς τήν τραγῳδίαν. Ἡ πτωχή μπεμπέκα ὠλόλυζεν ἀκόμη μέσα εἰς τό ἁμαξάκι της ἐπάνω-κάτω ὅπως ἡ ἡρωΐς τοῦ Ροδίτικου τραγουδιοῦ: Κι’ ἐμένα μ’ ἐσκοτώσανε γιά ἕνα ζευγάρι ρόδα.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ