Πέρασαν τόσα χρόνια καί ἀκόμη, κάθε Μεγάλη Πέμπτη, μέ καταλαμβάνει πάντα τό βαρύ συναίσθημα πένθους καί θλίψεως. Παιδί, «παπαδάκι» στήν ἐκκλησία τῆς ἐνορίας μας, ζοῦσα ἐκ τῶν ἔσω ὅλη τήν διαδικασία.
Καί καθώς εἶχα τήν ἱκανότητα νά ἀποστηθίζω ὅσα ἄκουγα –χωρίς νά καταλαβαίνω τά περισσότερα– ὅλο ἐκεῖνο τό βάρος τῶν λόγων, τῶν ὁποίων τό νόημα δέν γνώριζα ἀλλά ἀντιλαμβανόμουν, ἀπό τήν κρατοῦσα ἀτμόσφαιρα, τήν βαρύτητά τους, ἔνιωθα τήν ἀνάγκη νά προσαρμοσθῶ στό γενικότερο κλῖμα.
Βεβαίως, ἔπαιζε ρόλο σημαντικό καί τό σπίτι. Ἀπό τήν Μεγάλη Δευτέρα, ὅλα ἄλλαζαν. Νηστεία, καθημερινός ἐκκλησιασμός, συζήτηση μέ τόν πατέρα καί τήν μητέρα, καθώς οἱ ἀπορίες μου ἦταν πολλές.
«Γιατί λένε “Μεγάλη Δευτέρα ὁ Χριστός μέ τήν μαχαίρα;”». Καί μοῦ ἐξηγοῦσε ὁ πατέρας, γιά νά ἔλθει τήν ἑπομένη ἡ ἄλλη ἀπορία. «Γιατί λέμε “Μεγάλη Τρίτη, ὁ Χριστός ἐκρύφτη;”».
Καί φθάναμε στήν Μεγάλη Πέμπτη, ὅπου «Ὁ Χριστός εὑρέθη». Κι ἐκεῖ ἄρχιζε ἡ ἀγωνία. «Καί τί θά γίνει τώρα πού τόν βρῆκαν οἱ γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι;»…
Ἦταν δέ τόσο τό βάρος τῶν ἡμερῶν, πού, μικρός, εἶχα τρομερά ἀντιπαθήσει τόν κουμπάρο μας, πού ἦταν γραμματεύς Πρωτοδικῶν! «Καλά, εἶναι γραμματεύς; Ἀπό ἐκείνους πού σταύρωσαν τόν Χριστό;» ρώτησα τήν μάνα μας, ἀλλά ἡ ἀπάντησή της δέν μοῦ φάνηκε πολύ πειστική. «Ὄχι, παιδί μου, ὁ κουμπάρος ἁπλῶς γράφει αὐτά πού λέγονται στό δικαστήριο»! Καί μόνο πού ἄκουσα τήν λέξη «Δικαστήριο», τήν συνέδεσα μέ ὅσα ἔβλεπα στό σινεμά κάθε Μεγαλοβδομάδα, στόν μαυρόασπρο «Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο»!
Μεγαλώνοντας, ἄρχισα νά καταλαβαίνω, ἄρχισα νά διαβάζω καί νά συμπαθῶ τόν ἄκακο κουμπάρο! Καί θυμᾶμαι ἀκόμη ἐκείνη τήν «ἀτάκα» πού εἶχε ξεσηκώσει ὁ πατέρας μας ἀπό τόν Ἀλέκο Σακελλάριο, ὅταν μιά Κυριακή τῶν Βαΐων, πού τρώγαμε ὅλοι μαζί ψάρια καί ὁ κουμπάρος ἐνεφανίσθη μέ τά πανταλόνια του ξεκούμπωτα στό «εὐαίσθητο σημεῖο», ὁ πατέρας ἀνεφώνησε: «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται, ἐν τῷ μέσῳ… ἀνοιχτός!»…
Τήν Μεγάλη Πέμπτη, λοιπόν, ἡ ἀτμόσφαιρα βάραινε ἀπό τό πένθιμο χτύπημα τῆς καμπάνας. Τήν χτυποῦσε ὁ κυρ-Γιώργης, ὁ νεωκόρος, καθώς τότε δέν εἴχαμε ἀκόμη καμπάνες ρυθμιζόμενες μέ φωτοκύτταρα! Κι ὅταν κουραζόταν, μᾶς ἄφηνε κι ἐμᾶς, τά «παπαδάκια», νά τήν χτυπᾶμε, κρατώντας τόν πένθιμο, βαρύ ρυθμό…
Τήν Μεγάλη Πέμπτη τό πρωί κοινωνούσαμε κι ἔτσι τό μεσημέρι τρώγαμε λάδι! Ἀλειμμένο σέ μιά μεγάλη φέτα ψωμί, πασπαλισμένη μέ ρίγανη.
Τό μενού εἶχε ἤ ταχινόσουπα ἤ τοματόσουπα, ἐλιές, κρεμμύδι καί πατάτες βραστές ἤ κουνουπίδι. Ἄν ἡ γιαγιά εἶχε κέφι μᾶς ἔφτιαχνε «σκορδομακάρονα», ἤτοι μακαρόνια μέ λίγο λάδι καί σκόρδο! «Εἰς ὀσμήν εὐωδίας» πού λένε…
Καί τό βράδυ κορυφωνόταν τό πένθος καί μεγάλωνε τό βάρος μέ τό «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου». Κι ἀκολουθοῦσα τήν πομπή κρατώντας τό ἑξαπτέρυγο καί προσπαθοῦσα νά κρατήσω σταθερό βῆμα, καθώς τό βάρος ὅλο καί γινόταν μεγαλύτερο.
Καί μετά τό σφυρί τοῦ νεωκόρου νά χτυπάει τί ξύλινες σφῆνες πού στήριζαν τόν Σταυρό. Κι ἐγώ ἔκλεινα τά μάτια καί νόμιζα ὅτι κάρφωναν τόν Χριστό. Κι ἔκλαιγα, σκουπίζοντας γρήγορα τά δάκρυά μου…