Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 30 Μαΐου 1919
Ἕνας εὐφυής Ἀθηναῖος ἔλυσεν, ἐπί τέλους, τό μέγα πρόβλημα τοῦ τράμ. Τό ζήτημα δηλαδή τῆς καταναγκαστικῆς ὀρθοστασίας. Εἰσῆλθεν εἰς τό ὄχημα, κρατῶν ἕνα ἀπό τά γνωστά συμπτυσσόμενα σκαμνάκια, τά ὁποῖα τό ἐπίσημον Ναυτικόν Ὀνοματολόγιον ὀνομάζει «ὀκλαδίας». Χωρίς νά ἀνησυχήσῃ κανένα, χωρίς νά ἐπιβουλευθῇ τήν θέσιν κανενός, χωρίς νά ἐπιθυμήσῃ τό κάθισμα τοῦ πλησίον του –διά τήν γυναῖκα αὐτοῦ καί τήν παιδίσκην αὐτοῦ καί τά ἄλλα του ἀγαθά τοῦ Δεκαλόγου δέν ὑπάρχει λόγος ἐν προκειμένῳ– τό ἄνοιξε, τό ἐτοποθέτησεν εἰς μίαν γωνίαν τοῦ προσθίου ἐξώστου καί ἐκάθισε μακαριώτατα.
Οἱ ἄλλοι ὀρθοστατοῦντες τοῦ ἔρριψαν βλέμματα φθόνου. Μερικοί ἐχαμογέλασαν εἰρωνικῶς. Κἄποιος τόν συνεχάρη διά χειραψίας.
-Σᾶς συγχαίρω, φίλε μου. Ἐλύσατε ἕνα μέγα πρόβλημα τῆς Ἀθηναϊκῆς ζωῆς. Ταξειδεύετε καθήμενος.
-Δέν ταξειδεύω μόνον! ἀπήντησε φιλαρέσκως ὁ ἐφευρέτης. Παρακολουθῶ τό θέατρόν μου, ἐκκλησιάζομαι, πίνω τόν καφέ μου στό καφενεῖον, ἀναπαύομαι στό πάρκο. Αὐτό τό σκαμνάκι μέ παρακολουθεῖ παντοῦ. Ἀντί νά κρατῶ ἕνα περιττόν μπαστοῦνι, κρατῶ αὐτό. Ὅπου ἠμπορεῖ νά σταθῇ ἄνθρωπος, ἐγώ ἠμπορῶ καί νά καθίσω.
Οἱ ὀρθοστατοῦντες φθονεροί ἐσχημάτισαν κύκλον τριγύρω του, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁ ἐφευρέτης ἀνέπτυξεν ὅλα τά πλεονεκτήματα τῆς ἀνακαλύψεώς του.
-Δέν ἀρκεῖ ὅτι κάθομαι στό τράμ, ἐξηκολούθησεν. Ἐκλέγω καί τήν θέσιν μου. Ἐνῷ οἱ ἄλλοι ψήνονται μέσα στόν Ἥλιο, ἐγώ, καθώς βλέπετε, εὑρίσκομαι εἰς τήν σκιάν. Ὅταν ὁ Ἥλιος θά ἔλθῃ ἀπό τό μέρος μου, θά πάω ἀπό τό ἄλλο. Ἔπειτα, δέν κάθομαι εἰς ἕνα κάθισμα, τό ὁποῖον μοῦ ἐθέρμανε προηγουμένως ἕνας ἄλλος.
-Αὐτό εἶνε πράγματι φοβερόν! παρετήρησε κἄποιος μέ μορφασμόν ἀηδίας. Ἐννοῶ τήν ξένην θερμοκρασίαν. Καί εἶνε περίεργον ὅτι, ἐνῷ ὅλοι οἱ ὑγιεῖς ἄνθρωποι ἔχομεν θερμοκρασίαν κυμαινομένην περί τούς 37 βαθμούς, ὁ ἄνθρωπος, ποῦ ἐκάθητο πρίν ἀπό ἐμᾶς εἰς ἕνα κάθισμα, ἔχει κατά κανόνα πυρετόν.
-Πράγματι! ἐπεδοκίμασεν ἕνας ἄλλος. Θά ὡρκίζετο κανείς ὅτι ὁ προκάτοχός του εἶχε 40,5ο τοὐλάχιστον ὁ δυστυχής.
-Καί δέν εἶνε μόνον αὐτό! εἶπεν ὁ ἐφευρέτης. Ἐνῷ ἡ θερμότης εἶνε ἀπρόσωπος, κάθε θερμότης, ποῦ ἀφίνει ἕνας ἄνθρωπος εἰς τό κάθισμά του, ἔχει καί ἰδιαίτερον χαρακτῆρα, σχεδόν προσωπικόν.
-Δηλαδή, διά νά κυριολεκτήσωμεν…
-Ἄς εἶνε! Αὐτά πλέον εἶναι ζητήματα ἀναγόμενα εἰς τόν Πνευματισμόν. Δέν θά τά λύσωμεν ἐμεῖς. Τό γεγονός εἶνε ὅτι ἐγώ ἔχω ἀπαλλαγῆ ὁριστικῶς ἀπό τάς μυστηριώδεις αὐτάς θερμοκρασίας αἱ ὁποῖαι δέν ἠμποροῦν παρά νά ἔχουν ὡρισμένας ἐπιδράσεις ἐπί τῆς ὑγείας μας καί τῆς ψυχικῆς μας καταστάσεως.
-Καί τώρα ποῦ πηγαίνετε; τόν ἠρώτησεν ὁ παραστάτης του.
-Πηγαίνω, φίλε μου, στόν Βασιλικόν Κῆπον. Ἐννοεῖται, ὅτι καί ἐκεῖ θά ἐκλέξω τήν θέσιν μου μέ ἀπόλυτον ἐλευθερίαν. Δέν θά εἶμαι ὑποχρεωμένος νά καθίσω σ’ ἕναν μπάγκο, σιμά σ’ ἕναν φθισικόν, ποῦ κάμνει τήν ἀεροθεραπείαν του, ἤ σιμά σ’ ἕναν ἄλλον, ποῦ κάμνει τήν δίαιταν τοῦ σκόρδου, ἕνεκα ὁ Μάϊος. Ἀντιθέτως, ἠμπορῶ νά σύρω τό κάθισμά μου σιμά εἰς τήν ὡραίαν ποῦ διαβάζει τόν τελευταῖον κίτρινον τόμον τῆς ξένης φιλολογίας. Καί νά προστεθῶ εἰς τόν ἥρωα τοῦ μυθιστορήματος. Τό βράδυ θά πάω στό θέατρον. Δέν ἔχω ἀνάγκην νά φροντίσω ἐκ τῶν προτέρων νά μοῦ κλείσουν κάθισμα. Θά φθάσω τήν τελευταίαν στιγμήν καί θά ἔχω τήν καλλιτέραν θέσιν. Καί ὄχι μίαν θέσιν γιά ὅλην τήν παράστασιν. Εἰς κάθε διάλειμμα ἔχω τό προνόμιον νά ἐκλέγω τούς γείτονάς μου.
Ὁ φθόνος τῶν παρισταμένων εἶχε γείνῃ τώρα θαυμασμός, ὁ ὁποῖος περιέβαλλεν ἐξ ὅλων τῶν σημείων τόν μεγαλοφυᾶ ἐφευρέτην. Θαυμασμός πληρέστατα δικαιολογημένος.
Ἐν μέσῳ τῆς εὐτυχίας αὐτῆς, μία κυρία εἰσήλασεν ἀπό κἄποιαν στάσιν. Ἔρριψεν ἕνα βλέμμα κατακτητοῦ τριγύρω της καί τό βλέμμα αὐτό, ὅπως ἦτο ἑπόμενον, ἐσταμάτησε καί ἐκαρφώθη ἐπί τοῦ καθημένου ἀνθρώπου.
-Τί ἀγενεῖς ποῦ εἶνε οἱ ἄνδρες στόν τόπον αὐτόν! ἀνεστέναξεν ἀκαδημαϊκῶς μετ’ ὀλίγον ἡ κατακτήτρια. Μπαίνει μία κυρία καί κανένας δέν σηκώνεται νά τῆς παραχωρήσῃ τήν θέσιν του.
Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ καθίσματος δέν ἠμπόρεσε νά συγκρατηθῇ.
-Τό κάθισμά μου εἶνε μικρό! εἶπε, παρῳδῶν τό γνωστόν Γαλλικόν λόγιον. Ἀλλά κάθομαι στό κάθισμά μου, κυρία μου!
Ἡ κυρία ὅμως δέν ἐχάριζε κάστανα. Ἐκάλεσεν ἀμέσως τόν εἰσπράκτορα.
-Ἐπιτρέπονται αὐτά τά πράγματα; ἐφώναξε. Ποῦ ἀκούσθηκε νά φέρνῃ καθένας ἐδῶ πέρα τό κάθισμά του; Ἄν εἶν’ ἔτσι, νά φέρω κ’ ἐγώ αὔριο μιά λόγκ-σαίζ.
Ὁ εἰσπράκτωρ εὑρέθη ἐνώπιον προβλήματος.
-Δέν διαλαμβάνει ὁ Κανονισμός! εἶπε, μετά ὥριμον σκέψιν, καί ἀπεχώρησεν.
Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ καθίσματος ἔλαβε τότε μίαν μεγαλόφρονα ἔμπνευσιν.
-Ὁρίστε, κυρία μου! εἶπε. Νά σᾶς δώσω τό κάθισμά μου, νά σᾶς στρώσω καί τό μαντῆλί μου ἀπάνω. Μήπως θέλετε καί τίποτε ἄλλο;
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ