«Καί τώρα, σᾶς παρακαλῶ νά προσφέρετε τόν ὀβολόν σας γιά νά θρέψω τήν οἰκογένειά μου. Ὅσα εἴδατε ἦσαν ἀληθινά, δέν βάζω χρώματα καί μπογιές!»…
Ὁ μικρόσωμος, ἡμίγυμνος ἄνδρας, κάθιδρος, μέ ἀμυχές καί ἴχνη αἵματος στό στομάχι καί τό κεφάλι, ἔτεινε τό χέρι, μέ ἕνα μικρό δισκάκι. Καί ὁ κόσμος, κόσμος πολύς, ἔριχνε μέσα κέρματα. Δεκάρες, πενηνταράκια, δραχμές, κάποιοι καί δίδραχμα…
Τόν συναντούσαμε συνήθως στόν περίβολο τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος, στό λιμάνι. Σκηνικό τῆς παραστάσεώς του μία παλιά, ξύλινη καρέκλα, πού στήν πλάτη της ἔγραφε, μέ γράμματα χαραγμένα μέ κάποιο αἰχμηρό ἀντικείμενο, «ΣΑΜΨΟΝ»…
Ὁ θρυλικός «Σαμψών», κατά κόσμον Ἰωάννης Κεσκελίδης, πού ἔφυγε προχθές ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο, ἦταν ὁ πλέον χαρακτηριστικός «Πεχλιβάνης», μέ τόν ὁποῖο μεγάλωσαν οἱ γενιές τῶν Ἑλλήνων στά δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια. Συνοδευόμενος ἀπό ἕναν βοηθό, ἔδινε παραστάσεις σέ πλατεῖες, μαζεύοντας πάντα πολύ κόσμο.
Θυμᾶμαι χαρακτηριστικά τά «νούμερα» τῶν ἐμφανίσεών του. Κατ’ ἀρχήν καλοῦσε κάποιους ἀπό τό πλῆθος νά τόν δέσουν μέ μία χοντρή ἁλυσίδα, τήν ὁποίαν ἔκλειναν μέ λουκέτο.
«Παρακαλῶ, περᾶστε νά ἐλέγξετε τήν κλειδαριά», φώναζε, καί κάποιοι ἀπό ἐμᾶς ἔτρεχαν καί πιστοποιοῦσαν μέ νοήματα ὅτι «ὅλα εἶναι ἐντάξει»…
Ὁ «Σαμψών» ἄρχιζε νά τανύει τούς μύς του, ἀναψοκοκκίνιζε, ἵδρωνε, οἱ φλέβες του διογκώνονταν, ἕτοιμες νά σπάσουν, καί ξαφνικά, «κράκ», ἔσπαζε ἡ ἁλυσίδα, μέσα σέ καταιγισμό ἐπευφημιῶν. Ἄλλο σπουδαῖο «νούμερο» ἦταν ἡ μεγάλη πέτρα, τήν ὁποία δέν μποροῦσε νά σηκώσει μόνος ὁ βοηθός καί τόν συνέδραμαν κάποιοι ἀπό τό πλῆθος. Ὁ ἀθλητής λύγιζε τά πόδια, τοποθετοῦσαν τήν πέτρα στό κεφάλι του καί ὁ βοηθός μέ μιά «βαριοπούλα» τήν χτυποῦσε δυνατά, μέχρι νά σπάσει! Ὁ ἀθλητής μάτωνε ἀλλά σκούπιζε τό αἷμα μέ τήν ἀνάστροφη τῆς ἱδρωμένης του παλάμης καί συνέχιζε τήν παράσταση.
Ἔπαιρνε ἕνα παχύ ξύλο καί τοποθετοῦσε ἐπάνω του πρόκες, μέ πλατύ «κεφάλι». Καί, ἀφοῦ ἔδειχνε τό ξύλο στό κοινό, χτυποῦσε τά καρφιά μέ τήν γροθιά του καί τά κάρφωνε στό ξύλο, ὑπό τά ἐπιφωνήματα τοῦ κοινοῦ, πού διψοῦσε γιά θέαμα! Ἀκολούθως, ἔπαιρνε μία ξιφολόγχη καί τήν ἔδινε σέ κάποιον ἀπό τούς θεατές, προκαλώντας τον νά τήν «μπήξει» στήν κοιλιά του. Στό «νούμερο» αὐτό ἐπικρατοῦσε νεκρική σιγή. Ὁ ἀθλητής «ἔσφιγγε» τούς καλογυμνασμένους κοιλιακούς του καί ἡ ξιφολόγχη τοῦ προκαλοῦσε ἕνα μικρό τραῦμα, ἀρκετό ὅμως γιά νά προκαλέσει ἐλαφρά αἱμορραγία!
Ὁ ἀθλητής, κάθιδρος, σκούπιζε τό αἷμα μέ ἕνα βαμβάκι, καθόταν στήν καρέκλα, ἔπαιρνε βαθειές ἀνάσες καί εὐχαριστοῦσε τό κοινό, πού χειροκροτοῦσε καί παρέμενε ἐκεῖ, περιμένοντας τόν «δίσκο»…
Ὁ «Σαμψών», διάδοχος τοῦ Παναγῆ Κουταλιανοῦ, τοῦ Δημήτρη Τόφαλου καί τοῦ θρυλικοῦ Τζίμ Λόντου, ἦταν ἕνας ἀπό τούς «λαϊκούς ἥρωες» τῆς νιότης μας. Σ’ αὐτόν βασίστηκε τό σενάριο τῆς ταινίας μικροῦ μήκους «Τζίμης, ὁ Τίγρης», μέ τήν ὁποία πρωτοεμφανίστηκε καί βραβεύθηκε στό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ὁ σκηνοθέτης Παντελῆς Βούλγαρης, μέ πρωταγωνιστή τόν σπουδαῖο Σπύρο Καλογήρου.
Γιά ἐμᾶς, πού μεγαλώσαμε χωρίς τηλεόραση, χωρίς ἀναβολικά καί «μπόντυ μπίλντινγκ», ἦταν ἡ εἰκόνα τῆς Ἑλλάδας πού ἀναδυόταν μέσα ἀπό τά ἐρείπιά της. Καλό του ταξίδι…