Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 22 Ἰουνίου 1919
Ἰδού τό αἴτιον! Ὅπως ἔλεγε καί ὁ δυστυχής ἐκεῖνος Ὀθέλλος. Ὁ Ἴλιγγος, κύριοι! Παραπονούμεθα ὅτι μᾶς κόβουν τά αὐτοκίνητα. Ἀλλά τί συμφέρον ἔχουν νά μᾶς κόβουν; Κανένα! Αὐτά, ὑπό τό κράτος τοῦ θείου Ἰλίγγου, κόβουν ἁπλῶς τό διάστημα. Καί, κατά συνέπειαν, ὅλοι ἐμεῖς, οἱ ζῶντες καί κινούμενοι μέσα εἰς τό διάστημα, ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχομεν ἐκτός τόπου καί χρόνου, κοβόμεθα μοιραίως μαζῆ μέ αὐτό. Τό μόνον, ἑπομένως, πού ἔχομεν νά κάμωμεν, εἶνε ν’ ἀποθνῄσκωμεν ὑπερηφάνως, ἀπευθύνοντες πρός κάθε φαιόν καί κάθε μέλαν αὐτοκίνητον τήν ὑψηλήν προσευχήν, πού εἶχεν ἀπευθύνει ὁ Δεκόντ Δελίλ πρός τόν Θάνατον. Νά τό παρακαλέσωμεν δηλαδή νά μᾶς ἐλευθερώσῃ μίαν ὥραν ἀρχήτερα ἀπό τόν χρόνον, τόν ἀριθμόν καί τό διάστημα καί νά μᾶς ἀποδώσῃ τήν γαλήνην, τήν ὁποίαν ἐτάραξεν ἡ ζωή.
Δέν γνωρίζετε βεβαίως, ὤ πεζοί καί ταπεινοί διαβάται τῆς ζωῆς, τί σημαίνει Ἴλιγγος. Ποῦ νά γνωρίζετε! Ἐσεῖς, διά νά μετακινῆσθε εἰς τό διάστημα, χρησιμοποιεῖτε τούς πρωτογενεῖς πόδας, τούς ὁποίους σᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεός, καί ἀγνοεῖτε τελείως τήν μέθην τοῦ «πλύ βίτ ἀνκόρ», τήν ὁποίαν γνωρίζει καί ἡ ἐρωμένη τοῦ δεκανέως ἀκόμη, περί τῆς ὁποίας ἔγραφε προχθές ἡ «Ἑστία». Αὐτή ἀκριβῶς μοῦ ἐξήγησε προχθές, εἰς ἕνα ἐξοχικόν μπάρ, τί ἐστίν Ἴλιγγος. Δηλαδή δέν μοῦ τό ἐξήγησεν ἀπ’ εὐθείας, διότι ἐγώ εἶχα καταφθάσει εἰς τόν νυκτερινόν αὐτόν παράδεισον μέ τό τραῖνον 11 καί ἦτον ἀδύνατον, ἑπομένως, νά λάβω τάς τιμάς τῆς ἐκλεκτικῆς παρέας. Ἡ δεσποινίς ὅμως ἀνέλυε τήν ἐντύπωσίν της εἰς ἐπήκοον, καί ἐγώ ὑπῆρξα ἕνας εὐλαβής ἀκροατής.
– Ἄλλο πρᾶμμα, Γιῶργο μου! ἔλεγε φέρουσα τό παγωμένον ἀφρῶδες ποτόν εἰς τά χείλη της ἡ ὡραία. Ὅσο τρέχει τό ἀφιλότιμο, τόσο θέλεις περισσότερο. Μεγαλεῖο! Σοὔρχεται νά κόψῃς ὅλον τόν κόσμο…
Ἐκένωσε τό ἀφρῶδες ποτόν εἰς τά φλέγοντα στήθη της καί, κλίνουσα ἐπί τῶν κόλπων τοῦ νικητοῦ τοῦ διαστήματος, ἐμισόκλεισε τά βλέφαρά της, ἐπί τῶν ὁποίων ἐκεῖνος, σκουπίσας ἐπειγόντως τά χείλη του μέ τήν πετσέταν, ἐπέθεσε τήν σφραγῖδα τοῦ φιλήματος, ὡς νά ἐπέθετε τήν μεγάλην σφραγῖδα τοῦ Κράτους.
– Πλύ βίτ ἀνκόρ! Ἀνεφώνησεν, ὡς ἐν ὀνείρῳ, ἐκείνη, ἐνῷ τό χέρι της ἔσφιγγεν εἰς τό κενόν τό φανταστικόν μπάλλον τῆς σειρῆνος τοῦ αὐτοκινήτου.
Καί μετ’ ὀλίγον, ὡς ἐν συνεχείᾳ τοῦ ἰδίου ὀνείρου, Κύριος οἶδε τί ὀνειρευομένη, ἐπρόσθεσε θριαμβευτικῶς:
– Θεός σχωρέσ’ τον τόν κακομοίρη!
Ἡ ὡραία ἔδιδε προφανῶς τήν σύνθετον ἐντύπωσιν τοῦ τριπλοῦ Ἰλίγγου ὑπό τό κράτος τοῦ ὁποίου κόβονται οἱ Ἀθηναῖοι. Ὁ ἴλιγγος τῆς ταχύτητος εἶνε ἕνας, ὁ ἴλιγγος τοῦ καμπανίτου ἄλλος καί ὁ ἴλιγγος τοῦ ἔρωτος ἕνας ἄλλος ἀκόμη. Καί φαντάζεσθε τί ἠμπορεῖ νά συμβῇ μέ τρεῖς ἰλίγγους. Ἠμποροῦν νά κοποῦν ὅλαι αἱ Ἀθῆναι!
Καί ὅμως –θά τό πιστεύσετε;– ἕνας λαμπρός ποιητής καί ἥρως, ὅπως ὁ Μαβίλης, ἐπεθύμησε κάποτε νά κοπῇ ἀπό αὐτοκίνητον. Μᾶς ἐξομολογεῖται εἰς ἕνα του σονέττο οἰκογενειακῆς φύσεως, τό ὁποῖον ἀπέστειλε πρό ἐτῶν εἰς κάποιον φίλον του καί τό ὁποῖον ἦλθεν εἰς τό φῶς, ἀπό τήν ἀδιακρισίαν τῶν ἀνθρώπων, μετά τόν ἡρωικόν του θάνατον. Δέν ἀντέχω νά μή τό ἀντιγράψω.
ΣΤΟ ΦΑΛΗΡΟ
Εἶχε ὅλα της τά μάγια ἡ νύχτα· μόνο
Ἐσύ ἔλειπες. Ἀργά κινάω νά φύγω,
Μά ξάφνου στή μπασιά τοῦ μπάρ ξανοίγω
Αὐτοκίνητο νά γοργοζυγώνῃ
Μ’ ἐλπίδα σταματάω. Νά το, πλακώνει.
Παραμερίζουν οἱ ἄλλοι· ἄσειστος μπήγω
Τή ματιά μου στά μάτια σου· ἄλλο λίγο
Ἀκόμα καί ὁ σωφέρ σου μέ σκοτώνει.
Ἀρχοντοποῦλα, μ’ ἄφταστα πρωτάτα,
Μέ τῶν Ἑφτά Νησιῶν τές χίλιες χάρες,
Τειράξανθη ὠμορφιά, γαλανομάτα,
Τοῦ θανάτου δέν μ’ ἔπιασαν τρομάρες
Γλυκύτατες μ’ ἐλυώσανε λαχτάρες
Νά συντριφτῶ κάτω ἀπό Ἐσέ στράτα
Ἀπό τήν ἐπιστολήν, πού συνοδεύει τό ποίημα, πληροφορούμεθα ὅτι οἱ στίχοι ἐνεπνεύσθησαν ἀπό μίαν «κοντέσσαν Κεφαλλωνήτισσαν». Καί νά κοπῇ μέν κανείς ἀπό μίαν ξανθήν κοντέσσαν ὑποφέρεται, ἐπί τέλους. Ἀλλά νά κοπῇ ἀπό τήν ὡραίαν τοῦ δεκανέως…
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ