Μοῦ τηλεφώνησε καλή καί παλιά μου φίλη. Συγχυσμένη, πολύ φορτισμένη, σχεδόν ἕτοιμη νά ἐκραγεῖ. «Μέ κόψανε!» μοῦ λέει.
– Καλά, ἔδινες πουθενά ἐξετάσεις; Δέν εἶσαι δά καί σέ ἡλικία πού ξαναδίνεις γιά δίπλωμα ὁδηγοῦ!
– Μέ κόψανε, σοῦ λέω! Μέ κόψανε ἐν ψυχρῶ, σάν νά μήν ὑπῆρχα!
Προσπάθησα νά μπῶ στό πνεῦμα τῆς συνομιλητρίας μου, ἀλλά πάντα ψύχραιμος.
– Ἔδινες πουθενά στό Δικαστικό; Διότι ἐμένα μοῦ λές ὅτι παραμένεις πιστή στήν δικηγορία.
Κατάλαβα ὅτι εἶχε ἀρχίσει νά θυμώνει καί μαζί μου.
– Ὡραῖος φίλος εἶσαι! Ἐγώ σοῦ λέω ὅτι μέ κόψανε, δέν ὑπολόγισαν τήν προσφορά μου, τούς ἀγῶνες μου, τήν ἱστορία μου, κι ἐσύ μέ δουλεύεις;
Καί πάλι δέν καταλάβαινα τί ἤθελε νά πεῖ. Ἐγώ προσπαθοῦσα νά βρῶ τί σημαίνει «μέ κόψανε», κι ἐκείνη μέ καταχέριαζε.
– Καλά, σέ κόψανε. Δέν ξέρω τί ἐννοεῖς, ἀλλά μπορεῖς νά μοῦ πεῖς ποιοί καί ἀπό ποῦ «σέ κόψανε»;
Κατάλαβα ὅτι τήν εἶχα φέρει σέ θέση νά μοῦ πεῖ ἐπί τέλους τί συνέβαινε. Τήν ἄκουσα νά ἀναστενάζει βαθιά καί νά ἑτοιμάζεται γιά μεγάλη ἀποκάλυψη.
– Μέ κόψανε, ρέ παιδί μου, ἀπό τό ψηφοδέλτιο! Κόψανε ἐμένα. Καταλαβαίνεις; Ἐμένα!
Κατάλαβα ἀμέσως ὅτι ἐπρόκειτο περί σοβαροῦ ἐπεισοδίου. Ἡ φίλη μου, μέ προϋπηρεσία στό ψηφοδέλτιο τοῦ κόμματος στήν περιφέρειά μας, καί μέ δυό-τρεῖς ἀποτυχημένες παρουσίες νά ἐκλεγεῖ «στό παραλίγο» εἶναι ἀλήθεια, θεωροῦσε βεβαία τήν κάθοδό της στίς ἐπερχόμενες ἐκλογές. Τό ἔγραφαν οἱ τοπικές ἐφημερίδες, τό ἔλεγε καί ἐκείνη ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀλλά, ὅπως ἔλεγε στούς φίλους της, «τῆς τό εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ ἴδιος ὁ πρόεδρος τοῦ κόμματος». Κι ὅταν σοῦ λέει ὁ ἄλλος «μοῦ τό εἶπε ὁ πρόεδρος τοῦ κόμματος», τί νά πεῖς ἐσύ;
– Ἀλλά, δέν στό εἶχε πεῖ ὁ πρόεδρος; Δέν ἤσουν σίγουρη, βρέ κορίτσι μου;
– Ντουβρουτζᾶς μοῦ ἦρθε! Μέ ἔκοψαν ἐπειδή τό ζήτησε ἰσχυρός οἰκονομικός παράγοντας τῆς πόλης μας, ὁ ὁποῖος πατρονάρει ἄλλον ὑποψήφιο.
– Κι ἐπειδή πατρονάρει ἄλλον ἔπρεπε νά «φάει» ἐσένα; Δέν τό καταλαβαίνω.
– Ναί, σοῦ λέω! Κι ὄχι μόνο πατρονάρει ἄλλον, ἀλλά ἔβαλε καί γυναίκα πού ζήτησε ἐκεῖνος στό ψηφοδέλτιο, κι ἔτσι ἐγώ περίσσεψα!
– Ναί, ἀλλά εἶχες ἀποτύχει δυό-τρεῖς φορές νά ἐκλεγεῖς. Δέν εἶχες;
– Κι ἐκείνη πού ἔβαλε ἔχει ἀποτύχει μία φορά. Μέ φάγανε γιατί αὐτή τή φορά θά ἔβγαινα σίγουρα!
Εἶδα κι ἔπαθα νά τήν καλμάρω. Τῆς ἐξήγησα ὅτι «αὐτή εἶναι ἡ πολιτική, δέν πειράζει, ἄν γίνετε κυβέρνηση θά σοῦ δοθεῖ κάποια καλή θέση, θά ἀναγνωριστεῖ ἡ προσφορά σου στήν παράταξη», καί κάποια στιγμή τήν ἠρέμησα, καί κλείσαμε τήν γραμμή.
Κι ἐκεῖ πού εἶπα «ἐπί τέλους, ἡσύχασα», νά πάλι τό κινητό, καί στήν ὀθόνη τό ὄνομα ἄλλου φίλου, ὑποψηφίου μέ τό ἴδιο κόμμα.
Ἀπαντῶ καί τόν ἀκούω: «Ξέρεις τί ἔγινε; Ξέρεις τί ἔπαθα;» μοῦ λέει.
– Ξέρω. Σέ κόψανε ἀπό τό ψηφοδέλτιο καί βάλανε ἄλλον στή θέση σου!
– Ποῦ τό ξέρεις; Τό ἤξερες καί δέν μοῦ τό ἔλεγες; Ὡραῖος φίλος εἶσαι!
– Ὄχι, ἀλλά πρίν ἀπό λίγο ἀπέκτησα πεῖρα! Ἐνῶ ἐσύ μυαλό δέν θά βάλεις ποτέ!