Ἐπιστρέφοντας, χθές, στήν Ἀθήνα, ἄρχισα νά αἰσθάνομαι ἀμέσως διαφορετικά.
Κατ’ ἀρχήν, οἱ δρόμοι. Χωρίς ἐκείνη τήν –μικρότερη πλήν ἐνοχλητική– κυριακάτικη κίνηση. Ἄδειοι, σχεδόν καθαροί, σχεδόν ὡραῖοι, παρά τήν ζέστη τῆς ἐποχῆς.
Τό αὐτοκίνητο «ἔτρωγε» τά χιλιόμετρα σέ ρυθμό πού δέν θυμᾶμαι νά εἶχε ξανατύχει. Κι ἐνῶ δέν εἶχα καμμία δουλειά ἀπό ἐκεῖ, πέρασα ἀπό τό κέντρο. Ἀγνώριστο! Λές καί βρισκόμουν στήν Ἀθήνα μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, ὅπου κυκλοφοροῦσαν ἐλάχιστα αὐτοκίνητα καί τά περισσότερα ἦσαν ταξί καί «ἀγοραῖα»…
Ἄφησα τό αὐτοκίνητο στήν Χαριλάου Τρικούπη καί περπάτησα τό τετράγωνο. Πάντα ἀπό τήν σκιερή πλευρά τοῦ δρόμου, ἔχοντας τήν ψευδαίσθηση ὅτι ἐκεῖ κάνει λιγότερη ζέστη.
Καθώς ἦταν ἀκόμη νωρίς κάθισα σέ μιά καφετέρια –ἀπό τίς ἐλάχιστες πού βρῆκα ἀνοιχτές– καί πῆρα ἕναν κρύο καφέ. «Ἔτσι θά ἔπρεπε νά ἦταν ἡ Ἀθήνα κάθε μέρα» σκέφτηκα, ἀλλά ἀμέσως τά ἔβαλα μέ τόν ἑαυτό μου, καθώς εἶναι βέβαιο ὅτι ὑπερέβαλα…
Πῶς νά εἶναι ἔτσι κάθε μέρα μιά πόλη πού ἀσφυκτιᾶ ἀπό τόν κόσμο καί τά αὐτοκίνητα καί πού τά καλοκαίρια –εὐτυχῶς– πρέπει νά φιλοξενήσει καί ἄλλους τόσους τουρίστες;
Δίπλα μου ἔχουν καθίσει τρεῖς ἄνδρες, μεγάλης ἡλικίας, συνταξιοῦχοι –εἶναι βέβαιο– καί πίνουν κι ἐκεῖνοι τό καφεδάκι τους. Θέλοντας καί μη, γίνομαι κοινωνός τῶν λεγομένων τους.
– Καί τί τούς θέλει ὁ ὑπουργός τῶν Οἰκονομικῶν τόσους ἀστυνομικούς; Κινδυνεύει ἡ ζωή του; Δέν τοῦ φτάνουν δυό-τρεῖς; λέει ὁ ἕνας, πού φοράει ἕνα «καβουράκι» ψάθινο, πολυκαιρισμένο.
– Ἔ, τί θά πεῖ αὐτό; Δέν πρέπει νά τόν φυλᾶνε μήν βρεθεῖ κανάς παλαβός καί τοῦ ἐπιτεθεῖ; λέει ὁ δεύτερος, ντυμένος μέ τζήν καί μπλουζάκι κι ἕνα καπέλλο «τζόκεϋ» τῶν «Νιού Γυόρκ Νίκς»!
– Νά κάνει καλά τή δουλειά του, νά ἔχει τόν κόσμο εὐχαριστημένο καί νά μήν κινδυνεύει! Θυμᾶσαι ἐσύ τόν Παπαληγούρα νά κυκλοφορεῖ μέ ἀστυνομικούς; Σέ ἕνα ἡμι-υπόγειο ἔμενε καί πήγαινε στό γραφεῖο μέ τά πόδια! Ἀλλά οἱ σημερινοί ποῦ νά τολμήσουνε! Τούς ἔχει ἄχτι ὁ κοσμάκης, πού τόν ἔχουνε ταράξει στή φτώχεια!…
Κι ὕστερα ἄρχισαν νά μιλᾶνε γιά τήν κυβέρνηση, γιά τούς προηγούμενους, γιά τόν Τράμπ, τόν Πούτιν. Ἄδεια ἡ Ἀθήνα, ἀλλά ἡ πολιτική βρίσκεται βαθειά στό μεδοῦλι της…
Στήν ἔρημη Ὁμόνοια, μόνο κάτι λίγοι ἀλλοδαποί καί ταξιτζῆδες. Στόν δρόμο λεωφορεῖα καί ἐλάχιστα «γιωταχί». Ἡ κρίση-κρίση, ἀλλά ποιός κάθεται στήν Ἀθήνα, ἔστω κι ἄν μπορεῖ νά πάει γιά μπάνιο στό Παλαιό Φάληρο; «Ἄς εἶναι καλά τό ἔργο τῆς Ψυττάλειας, πού μᾶς ἐπέτρεψε νά χαροῦμε καί πάλι τόν Σαρωνικό» σκέπτομαι, καί θυμᾶμαι τά χρόνια πού μόλις ὁ «ἠλεκτρικός» ἔφτανε στό «Καραϊσκάκη» κρατούσαμε τήν μύτη μας ἀπό τήν δυσοσμία ἐνῶ, καθώς κοιτάζαμε τόν πίνακα μέ τίς στάσεις, ἀλλάζαμε τόν τόνο στό «Moschaton» καί τονίζαμε στήν λήγουσα!
Γεμάτη ἦταν χθές μόνον ἡ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου. Μυρμήγκια οἱ ξένοι ἐπισκέπτες μας, ἀπολάμβαναν τόν μοναδικό συνδυασμό τοῦ ἥλιου μέ τά μάρμαρα τοῦ Παρθενῶνα.
Ἄδεια καί ἡ Συγγροῦ, οἱ τροχοί κυλοῦσαν ἀχαλίνωτοι, ἔφτασα στήν Καστέλλα ἐν ριπῇ. Ἄλλαξα καί πῆγα στήν θάλασσα. Μοναδική ἐμπειρία, ἡ πλάζ κάτω ἀπ’ τό σπίτι σου…