Πάει, λοιπόν, κι αὐτό τό καλοκαίρι!
Καί πόσο γρήγορα περνοῦν τά ἄτιμα. Σάν τήν ἄμμο ἀνάμεσα στά δάχτυλα τά δικά σου, τῶν παιδιῶν καί τῶν ἐγγονιῶν σου… Μέχρι νά προλάβει νά κλείσει τό σχολεῖο γιά τίς διακοπές, ἔχει μπεῖ ὁ Αὔγουστος καί ζυγώνει τῆς Παναγίας. Πάντα μελαγχολοῦσα ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι γιόρταζαν… Ὁ Δεκαπενταύγουστος σήμαινε γιά ἐμᾶς τό τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ. Ὅσο κι ἄν ἔμενε ἕνας ἀκόμη μήνας γιά τά σχολεῖα (τότε ἀρχίζαμε κατά τίς 15), τό τέλος τῆς ἐποχῆς τῆς ξενοιασιᾶς ἦταν πολύ κοντά. Κι ἄν ἄρχιζε καί καμμιά αὐγουστιάτικη κακοκαιρία, ἀπό ἐκεῖνες πού συνήθιζε ὁ Αὔγουστος, τότε ἡ μελαγχολία ἐντεινόταν…
Ὄχι πώς δέν μοῦ ἄρεσε τό σχολεῖο. Καί καλός μαθητής ἤμουν καί συνεπής. Ἀλλά τότε τά καλοκαίρια μας ἦταν, πραγματικά, περιπέτεια… Ὄχι, δέν κάναμε διακοπές. Τό πολύ γιά μία ἑβδομάδα, κι αὐτή μετά τόν Δεκαπενταύγουστο. Τότε ἔπαιρνε ὁ πατέρας μας τήν ἄδειά του, τίς 15 ἡμέρες πού τοῦ ἀναλογοῦσαν. Μέναμε στήν «περιοχή πρωτευούσης» ὅλο σχεδόν τό καλοκαίρι καί περνούσαμε ζωή ἀνάλογη μέ ἐκείνη πού διαβάζαμε στά περιοδικά καί τά κόμικς. Τόμ Σώγιερ καί Χάκλμπερι Φίν!
Ναί, μήν τό γελᾶτε οἱ νεώτεροι, ἔτσι περνούσαμε. Μέ τά λιγοστά μέσα πού εἴχαμε ὀργανώναμε τήν καθημερινότητά μας μέ ὅρους περιπέτειας. Στήναμε ἀντίσκηνα σέ κάποιο ἄδειο οἰκόπεδο (ὑπῆρχαν τότε πολλά καί μάλιστα μέ πυκνή βλάστηση), κατασκευάζαμε μόνοι μας τά ὅπλα πού χρειαζόμασταν (σφεντόνες, φυσοκάλαμα, τόξα καί αὐτοσχέδια σπαθιά καί μαχαίρια) καί ἀπολαμβάναμε τίς διακοπές μας. Ὁ καθένας, κάθε μέρα, ἔπρεπε νά φέρει «προμήθειες». Μά λίγο ψωμοτύρι, μά κάποιο φροῦτο, οἱ πιό πλούσιοι ἔφερναν μπισκότα, τά ὁποῖα τοποθετούσαμε σέ ἕνα σακοῦλι καί τό κρεμούσαμε στό τσαντῆρι μας, «γιά ὥρα ἀνάγκης». Δηλαδή γιά νά ἔχουμε τροφή ἄν ἀντιμετωπίζαμε… ἀποκλεισμό ἀπό τήν ἀντίπαλη γειτονιά! Διότι πάντα βρισκόμασταν σέ ἐμπόλεμη κατάσταση μέ τήν πάνω ἤ τήν κάτω γειτονιά. Ἔτσι ἤθελε τό «savoir vivre» τῆς παιδικῆς μας ἡλικίας!
Καί ἡ μεγαλύτερη νίκη ἦταν νά ἐντοπίσουμε τό τσαντῆρι τοῦ ἐχθροῦ καί –ὅταν δέν βρισκόταν κανείς ἐκεῖ– νά τούς ἁρπάξουμε τίς προμήθειες!
Τίς δικές μας τίς εἶχαν ἁρπάξει κάμποσες φορές, ἀλλά ἐμεῖς δέν εἴχαμε τίποτε ἐκτός ἀπό τά στοιχειώδη, ἄντε, νά ὑπῆρχε καί κανένα ροδάκινο, λίγο σταφύλι. Θυμᾶμαι, ὅμως, ὅτι σέ μιά «καταδρομική ἐπιχείρησή» μας, στό πίσω μέρος τοῦ Νοσοκομείου «Σαπόρτα» (τό σημερινό Κρατικό Πειραιῶς), ὅπου σέ ἕνα οἰκόπεδο μέ καλαμιές εἶχαν φτιάξει τό δικό τους ὀχυρό οἱ ἀντίπαλοι, μέσα στό δικό τους σακοῦλι, βρήκαμε ὁλόκληρο θησαυρό!
Καθώς ἀνοίξαμε τό πολύτιμο σακίδιο βρήκαμε ἀνάμεσα σέ καλοπλυμένες τομάτες καί συσκευασμένη προσεκτικά μυρωδάτη φέτα δύο τεύχη τοῦ περιοδικοῦ «Χτυποκάρδι»!
Ἕνα ἀπό τά «ἀπαγορευμένα» ἔντυπα γῆς ἐποχῆς, μέ φωτογραφία τῆς Μαίριλυν μέ μαγιώ στό ἐξώφυλλο καί γεμᾶτο «πιπεράτες» ἱστορίες στό περιεχόμενό του, τίς ὁποῖες διαβάσαμε ἀργότερα, μιά ἱστορία ὁ καθένας, δυνατά, μέ φωνή τρεμάμενη!
Ἡ μιά, μάλιστα, μιλοῦσε γιά μιά «σκανδαλιάρα» δασκάλα, πού ἐρωτοτροποῦσε μέ τούς μαθητές της! Κι ὅταν, ἀργότερα, πήγαμε στό σχολεῖο, νιώθαμε ὅλοι διαφορετικά γιά τήν δασκάλα μας…